ἀντεκπλήσσω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεκπλήσσω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον [[ὅστις]] μὲ τρομάζει, [[βάτραχος]] ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· [[οὐκοῦν]] τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15. | |lstext='''ἀντεκπλήσσω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον [[ὅστις]] μὲ τρομάζει, [[βάτραχος]] ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· [[οὐκοῦν]] τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=épouvanter de son côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκπλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A frighten in return, Ael. NA12.15, Aristid.1.130J.
German (Pape)
[Seite 245] (s. πλήσσω), dagegen erschrecken, Aristid.; Ael. H. A 12, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκπλήσσω: μέλλ. -ξω, κάμνω καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον ὅστις μὲ τρομάζει, βάτραχος ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· οὐκοῦν τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.