ἀποπεράω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπεράω''': μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], εἰς τὴν [[ἀπέναντι]] ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀποπεράω''': μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], εἰς τὴν [[ἀπέναντι]] ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />traverser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[περάω]]. | |||
}} | }} |