ἐκπορεύω: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπορεύω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]], [[ἐκβαίνω]], Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] [[αὐτόθι]] 8· [[προέρχομαι]], [[πηγάζω]], περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό [[πνεῦμα]] τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26. | |lstext='''ἐκπορεύω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]], [[ἐκβαίνω]], Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] [[αὐτόθι]] 8· [[προέρχομαι]], [[πηγάζω]], περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό [[πνεῦμα]] τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire sortir, emmener;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκπορεύομαι (<i>Pass. ao.</i> ἐξεπορεύθην) s’éloigner, sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πορεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A make to go out, fetch out, E.Ph.1068, HF723 :—Med., with fut. Med. (X. An.5.1.8) and aor. Pass., go out or forth, march out, X.l.c., etc. ; ἐπὶ λείαν Aen.Tact.24.4 ; εἰς στρατείαν ἐ. to march out to a place.., Plb. 11.9.4 : c. acc. loci, ἐ. τὸ βουιευτήριον ib.8 ; but ἐκ τοῦ χάρακος Id.6.58.4 ; ἐκ τοῦ στόματος LXX Pr.3.16, al.: more generally, ὅ θ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται Critias 25.36.
German (Pape)
[Seite 776] herausgehen lassen, herausholen, Ἰοκάστην δόμων Eur. Phoen. 1068, Schol. ἐξάγετε, vgl. Herc. Fur. 723. – Med. mit aor. pass., herausgehen, ausrücken, ἐπὶ λείαν Xen. An. 5, 1, 8; ἐκ τοῦ χάρακος Pol. 6, 58, 4; auch τὸ βουλευτήριον, aus der Kurie, 11, 9, 8; ῥῆμα ἐκπορεύεται διὰ τοῦ στόματος Math. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορεύω: κάμνω τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, ἐξέρχομαι, ἐκβαίνω, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον αὐτόθι 8· προέρχομαι, πηγάζω, περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.
French (Bailly abrégé)
faire sortir, emmener;
Moy. ἐκπορεύομαι (Pass. ao. ἐξεπορεύθην) s’éloigner, sortir.
Étymologie: ἐκ, πορεύω.