ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεπιβουλεύω''': [[σχεδιάζω]] ἐπιβουλὰς [[ἐναντίον]] τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς [[μᾶλλον]] ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
|lstext='''ἀντεπιβουλεύω''': [[σχεδιάζω]] ἐπιβουλὰς [[ἐναντίον]] τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς [[μᾶλλον]] ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

   A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.