ὀψώνιον: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418.
|lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />approvisionnement de vivres <i>ou</i> d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], ὠνέω.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψώνιον Medium diacritics: ὀψώνιον Low diacritics: οψώνιον Capitals: ΟΨΩΝΙΟΝ
Transliteration A: opsṓnion Transliteration B: opsōnion Transliteration C: opsonion Beta Code: o)yw/nion

English (LSJ)

τό, (ὄψον, ὠνέομαι)

   A salary, reckoned in money, τό τε ὀ. καὶ σιτομετρίαν καὶ τὸ ἔλαιον PCair.Zen.507.5, cf. 421.6, 483.14, 498.5 (all iii B. C.); ἵνα ἡμῖν ὀ. προστεθῇ καὶ σιτάριον ib.49.4 (iii B. C.); μετρήματα καὶ ὀ. corn- and money-payments, UPZ14.26 (ii B. C.); φυλακιτῶν PPetr.3p.230 (iii B. C.); of a bank clerk, PCair.Zen.342.6 (iii B. C.): distd. from γραμματικόν (bonus on turnover), PStrassb.105.4 (iii B. C.); χωρὶς ὀψωνίων, of unsalaried services, Inscr.Prien.121.34 (i B. C.).    2 a policeman's pay, PLille25.55 (iii B. C.), PFay.302 (ii B. C.), IG9(2).1109.27 (Thess., ii/i B. C.); freq. a soldier's pay, PStrassb.103.16 (iii B. C.), PTheb.Bank6.7 (ii B. C.), Plb.6.39.12: so in pl., pay of an army, Rev.Ét.Anc.33.8 (Theangela, iv/iii B. C.), OGI 229.106 (iii B. C.), SIG410.19 (iii B. C.), 581.34 (ii/i B. C.), Plb.1.67.1, 3.25.4, LXX 1 Ma.3.28, Aristeas 22.    3 allowance paid to a victorious athlete, PRyl. 153.25 (ii A. D.), CPHerm.54.7, al. (iii A. D.); allowance or scholarship paid to a music-student, προδοῦναί μοι τὸ ὀ. καὶ τὸ κατὰ μῆνα ἀνάλωμα PCair.Zen.440.6 (iii B. C.); allowance to a son or daughter, BGU665 ii 15 (i A. D.), POxy.898.31 (ii A. D.); to a slave, distd. from ἱματις μός, PCair.Zen.28.6, 100.14 (iii B. C.).    4 wages of labour, τὰ σώματα ἐνοχλεῖ ἡμᾶς τὰ ὀ. ἀπαιτοῦντα ib. 43.2, cf. 27.2, al., PPetr.2p.113 (all iii B. C.), POxy.974 (iii A. D.); ἀρτάβην κριθῆς εἰς λόγον ὀψωνίων PTeb.420.24 (iii A. D.): metaph., ὀψώνια ἁμαρτίας the wages of sin, Ep.Rom.6.23.    5 a magician's fee, PMag.Par.1.2454.    6 gratuity to tax-farmers, UPZ112v3 (pl.).    7 = ὄψον 1.1 (cf. Lat. obsonium), τῶν ἀνηλωμάτων πάντων σίτου καὶ ὀψωνίων ib.91.13 (ii B. C.).—The word is rejected by Phryn. 393. First used by Men.1051 (no context); ᾔτησεν εἰς ὀ. τριώβολον Thugen.2. Glossed ὀψωνία, also (in pl.) κέρδη, χαρίσματα, by Phot.

German (Pape)

[Seite 434] τό, = ὀψωνία, u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie ὀψωνιασμός, Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψώνιον: τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ μισθός, ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
approvisionnement de vivres ou d’argent.
Étymologie: ὄψον, ὠνέω.