ἀποκάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκάθαρσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, [[κόνις]], [[σκωρία]], ἔστι δ’ [[ἀμείνων]] [[σίδηρος]] ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[ἐξιλέωσις]], Πλουτ. Ρωμ. 21.
|lstext='''ἀποκάθαρσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, [[κόνις]], [[σκωρία]], ἔστι δ’ [[ἀμείνων]] [[σίδηρος]] ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[ἐξιλέωσις]], Πλουτ. Ρωμ. 21.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> sécrétion;<br /><b>2</b> purification.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαθαίρω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰθᾰρσις Medium diacritics: ἀποκάθαρσις Low diacritics: αποκάθαρσις Capitals: ΑΠΟΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: apokátharsis Transliteration B: apokatharsis Transliteration C: apokatharsis Beta Code: a)poka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A purging: hence, of dross, Arist.Mete.383b4, cf. Str.4.2.1; of animal secretions, Arist.GA726a13, cf. HA587b1; ἀποκαθάρσεις χολῆς Th.2.49.    2 cleansing, πνεύματος Gp.12.22.11; sifting of grain, PRev.Laws 39.10 (iii B.C.), PLond.ined.2361r (iii B.C.).    II lustration, expiation, Plu.Rom.21, Iamb.Comm.Math.15; νείκους Hierocl.in CA24p.473M.

German (Pape)

[Seite 305] ἡ, die Reinigung, das Abwischen, Plut. Rom. 21; Absonderung, χολῆς Thuc. 2, 49; Sühnung, Xen. Ep. 1, 7; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθαρσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, κόνις, σκωρία, ἔστι δ’ ἀμείνων σίδηρος ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. κάθαρσις, καθαρμός, ἐξιλέωσις, Πλουτ. Ρωμ. 21.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 sécrétion;
2 purification.
Étymologie: ἀποκαθαίρω.