κατορθόω: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.
|lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατώρθωσα, <i>pf.</i> κατώρθωκα;<br /><b>1</b> tenir droit, maintenir <i>ou</i> redresser, acc. ; <i>fig.</i> donner courage <i>ou</i> confiance : βροτούς SOPH aux mortels;<br /><b>2</b> diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; <i>abs.</i> réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; <i>Pass.</i> être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορθόω Medium diacritics: κατορθόω Low diacritics: κατορθόω Capitals: ΚΑΤΟΡΘΟΩ
Transliteration A: katorthóō Transliteration B: katorthoō Transliteration C: katorthoo Beta Code: katorqo/w

English (LSJ)

   A set upright, erect, δέμας E.Hipp.1445, Andr.1080; set straight a fractured or dislocated bone, Hp.Fract.16, al. (Med., have it set straight, 8, al.); κ. τὰ κηρία, of bees, Arist.HA625b19.    2 metaph., keep straight, set right, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι . . κατώρθωσαν βροτούς S.El.416; κατορθοῦντος φρένα Id.OC1487; κ. τοὺς ἀγωνιζομένους make them prosper, D.18.290.    b accomplish successfully, bring to a successful issue, τὸν ἀγῶνα Lys.18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα Pl.Men.99c; εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν D.21.106; ὁδόν Id.24.7; μηδὲν ἁμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν καὶ πάντα κ. Epigr.ib.18.289; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Pl.Tht.203b, cf. E.Hel.1067; τὰς ἐπιβολάς Plb. 10.2.5, etc.:—Pass., succeed, prosper, Hdt.1.120, E.Hipp.680, Arist.EN1106b26; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί thou hast rightly purposed, A. Ch.512; κατωρθωμένος, of works of art, successful, Str.9.1.17, al.; τὰ μάλισθ' ὑπὸ τῶν τεχνικωτάτων -ούμενα Phld.Vit.p.33 J.; ὅσα κατώρθωται αὐτῶν the most perfect examples, Plot.5.8.2: Gramm., βαρυνόμενον τὸ ἔστε κατώρθωται is correctly accented, A.D. Synt.263.14.    II intr. as in Pass., go on prosperously, succeed, opp. πταίειν, Th.6.12, cf. D.11.11, Men.Epit.339; opp. ἡττᾶσθαι, ἔν τινι Isoc.4.124; opp. ἀτυχεῖν, ib.48; opp. ἁμαρτάνειν, Arist.EN1106b31, Chrysipp.Stoic.2.295; κ. τῷ σώματι Pl.Lg.654c; of success in war, X.Mem.3.1.3; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, Plb.2.70.6, 3.48.2; περί τινας τῶν πράξεων Isoc.7.11; τὸ κατορθοῦν success, D.2.20.    III Med. in sense of Act. 1.2 b, τῇ πόλει κατορθωσάμενος ἀγαθά IPE12.34.28 (Olbia, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1404] aufrichten, gerade machen; κατόρθωσον δέμας Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von σφάλλω, τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρθωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλθεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; ὅταν κατορθῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφθαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορθώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορθοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορθοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρθωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. Hipp. 680; κατορθούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιθυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορθοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ καλῶς κατορθουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; ξόανον κατωρθωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396.

Greek (Liddell-Scott)

κατορθόω: ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, ἀνεγείρω, κατόρθωσον δέμας Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, αὐτόθι 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία, ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ σφάλλω, ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, κάμνω αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, φέρω εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, διανύω, ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, ἐπιτυγχάνω, εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· ὡσαύτως, ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., προβαίνω εὐτυχῶς, ἐπιτυγχάνω, ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· περί τι ὁ αὐτ. 142Α· περί τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυχία, Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ao. κατώρθωσα, pf. κατώρθωκα;
1 tenir droit, maintenir ou redresser, acc. ; fig. donner courage ou confiance : βροτούς SOPH aux mortels;
2 diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; abs. réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; Pass. être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.
Étymologie: κατά, ὀρθόω.