ἀπαιολάω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιολάω''': [[περιπλέκω]], [[συγχέω]], παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.
|lstext='''ἀπαιολάω''': [[περιπλέκω]], [[συγχέω]], παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />égarer <i>en parl. d’un doute qui égare la pensée</i> : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαιόλη]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιολάω Medium diacritics: ἀπαιολάω Low diacritics: απαιολάω Capitals: ΑΠΑΙΟΛΑΩ
Transliteration A: apaioláō Transliteration B: apaiolaō Transliteration C: apaiolao Beta Code: a)paiola/w

English (LSJ)

   A perplex, confound, E.Ion549; ἀ. τινὰ τῆς ἀληθείας Babr. 95.99:—also ἀπαιολέω, Sch.Ar.Nu.1150.

German (Pape)

[Seite 275] (od. ἀπαιολέω, Schol. Ar. Nub. 1134), nach Möris attisch für ἀποπλανάω, irre machen, täuschen, Eur. Ion. 549, wo Herm. ἀποιολεῖ schreibt; ἀπαιολῶσα τῆς ἀληθείης Babr. 95, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιολάω: περιπλέκω, συγχέω, παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égarer en parl. d’un doute qui égare la pensée : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.
Étymologie: ἀπαιόλη.