ἐξωμίς: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξωμίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὦμος]]) ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]] [[ἄνευ]] χειρίδων, [[ὥστε]] ὁ φορῶν αὐτὸ εἶχεν ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας γυμνοὺς [[μέχρι]] τῶν ὤμων (A. Gell. 7. 12), ἢ κατὰ τὸν Σχολ. (εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 444) «ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἑτερομάσχαλα», ἔχοντα δηλ. τὴν μίαν μασχάλην ἀνοικτήν· διφθερῶν κἀξωμίδων Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 5, κτλ.· τὸ σύνηθες [[ἔνδυμα]] τῶν πτωχοτέρων τάξεων καὶ τῶν δούλων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λυσ. 662, 1021· περιτυχὼν Λακεδαιμονίοις (ὁ Διογένης) ἐν ἐξωμίσι φαύλαις καὶ ῥυπώσαις ‘[[ἄλλος]]’ εἶπεν ‘[[οὗτος]] [[τῦφος]]’ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 34· [[ἔνδυμα]] τῶν κυνικῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 153· κατὰ Σουΐδαν: «[[ἐξωμίς]], Ἀττικὸν [[λεξείδιον]]· σημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπισκεπάζοντα τοὺς βραχίονας»· ἐφόρουν [[προσέτι]] αὐτὴν καὶ γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. «[[ἐξωμίς]]· χιτὼν [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἱμάτιον]]· τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον [[μέρος]] ἀνεβάλλετο, παρ’ ὃ καὶ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν ‘ἔνδυθι’, ὁτὲ δὲ ‘περιβαλοῦ’». - [[Κατὰ]] δὲ [[Πολυδ]]. (Δ΄, 118) «κωμικὴ δὲ ἐσθὴς [[ἐξωμίς]]· ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος, κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, [[ἄγναπτος]]». - [[Κατὰ]] δὲ τὸ Λεξικὸν Φωτίου ἐν λ. [[ἑτερομάσχαλος]]: «χιτὼν [[δουλικός]], ἣν ἐξωμίδα λέγουσιν». - Ἴδε τὰς λέξ. [[ἐπωμίς]], [[χειριδωτός]].
|lstext='''ἐξωμίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὦμος]]) ἀνδρικὸν [[ἔνδυμα]] [[ἄνευ]] χειρίδων, [[ὥστε]] ὁ φορῶν αὐτὸ εἶχεν ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας γυμνοὺς [[μέχρι]] τῶν ὤμων (A. Gell. 7. 12), ἢ κατὰ τὸν Σχολ. (εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 444) «ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἑτερομάσχαλα», ἔχοντα δηλ. τὴν μίαν μασχάλην ἀνοικτήν· διφθερῶν κἀξωμίδων Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 5, κτλ.· τὸ σύνηθες [[ἔνδυμα]] τῶν πτωχοτέρων τάξεων καὶ τῶν δούλων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λυσ. 662, 1021· περιτυχὼν Λακεδαιμονίοις (ὁ Διογένης) ἐν ἐξωμίσι φαύλαις καὶ ῥυπώσαις ‘[[ἄλλος]]’ εἶπεν ‘[[οὗτος]] [[τῦφος]]’ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 34· [[ἔνδυμα]] τῶν κυνικῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 153· κατὰ Σουΐδαν: «[[ἐξωμίς]], Ἀττικὸν [[λεξείδιον]]· σημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπισκεπάζοντα τοὺς βραχίονας»· ἐφόρουν [[προσέτι]] αὐτὴν καὶ γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. «[[ἐξωμίς]]· χιτὼν [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἱμάτιον]]· τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον [[μέρος]] ἀνεβάλλετο, παρ’ ὃ καὶ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν ‘ἔνδυθι’, ὁτὲ δὲ ‘περιβαλοῦ’». - [[Κατὰ]] δὲ [[Πολυδ]]. (Δ΄, 118) «κωμικὴ δὲ ἐσθὴς [[ἐξωμίς]]· ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος, κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, [[ἄγναπτος]]». - [[Κατὰ]] δὲ τὸ Λεξικὸν Φωτίου ἐν λ. [[ἑτερομάσχαλος]]: «χιτὼν [[δουλικός]], ἣν ἐξωμίδα λέγουσιν». - Ἴδε τὰς λέξ. [[ἐπωμίς]], [[χειριδωτός]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves <i>ou</i> le bas peuple;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> tunique sans manches.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὦμος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωμίς Medium diacritics: ἐξωμίς Low diacritics: εξωμίς Capitals: ΕΞΩΜΙΣ
Transliteration A: exōmís Transliteration B: exōmis Transliteration C: eksomis Beta Code: e)cwmi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ὦμος)

   A = χιτὼν ἑτερομάσχαλος, tunic with one sleeve, leaving one shoulder bare, worn by slaves and the poor, Id.V.444 (cf. Sch.ad loc.), Lys.662, X.Mem. 2.7.5, etc.; by Laconizers, Ael.VH9.34; by Cynics, S.E.P.1.153; by the rich when not on ceremony, Suid. s.v.; by women, Ar.Fr.8; at Rome, sleeveless tunic, Plu.Cat.Ma.3, Gell.6(7).12.3.

German (Pape)

[Seite 891] ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευθέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωμίς: -ίδος, ἡ, (ὦμος) ἀνδρικὸν ἔνδυμα ἄνευ χειρίδων, ὥστε ὁ φορῶν αὐτὸ εἶχεν ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας γυμνοὺς μέχρι τῶν ὤμων (A. Gell. 7. 12), ἢ κατὰ τὸν Σχολ. (εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 444) «ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἑτερομάσχαλα», ἔχοντα δηλ. τὴν μίαν μασχάλην ἀνοικτήν· διφθερῶν κἀξωμίδων Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 5, κτλ.· τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν πτωχοτέρων τάξεων καὶ τῶν δούλων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λυσ. 662, 1021· περιτυχὼν Λακεδαιμονίοις (ὁ Διογένης) ἐν ἐξωμίσι φαύλαις καὶ ῥυπώσαις ‘ἄλλος’ εἶπεν ‘οὗτος τῦφος’ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 34· ἔνδυμα τῶν κυνικῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 153· κατὰ Σουΐδαν: «ἐξωμίς, Ἀττικὸν λεξείδιον· σημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπισκεπάζοντα τοὺς βραχίονας»· ἐφόρουν προσέτι αὐτὴν καὶ γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἐξωμίς· χιτὼν ὁμοῦ καὶ ἱμάτιον· τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον μέρος ἀνεβάλλετο, παρ’ ὃ καὶ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν ‘ἔνδυθι’, ὁτὲ δὲ ‘περιβαλοῦ’». - Κατὰ δὲ Πολυδ. (Δ΄, 118) «κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς· ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος, κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, ἄγναπτος». - Κατὰ δὲ τὸ Λεξικὸν Φωτίου ἐν λ. ἑτερομάσχαλος: «χιτὼν δουλικός, ἣν ἐξωμίδα λέγουσιν». - Ἴδε τὰς λέξ. ἐπωμίς, χειριδωτός.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves ou le bas peuple;
2 à Rome tunique sans manches.
Étymologie: ἐξ, ὦμος.