ἄγναπτος
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
ἄγναπτον, of cloth,
A not fulled or not carded, hence, new, χλαῖνα Pl. Com.18D., cf. Plu.2.691d.
II not cleansed, unwashed, ib.169c.
Spanish (DGE)
-ον
1 no abatanado, de arpillera χλαῖνα Pl.Com.240, cf. Plu.2.691d.
2 subst. τὸ ἄγναπτον = estera, arpillera Plu.2.169c, Gal.15.714.
German (Pape)
[Seite 17] ungewalkt, ἱμάτια Plut. Symp. 6, 6, 1; falsch ἄγναμπτος Superst. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non foulé, non cardé, d'où
1 qui est encore neuf;
2 non nettoyé, non purifié.
Étymologie: ἀ, γνάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγναπτος: -ον, ἐπὶ ὑφάσματος μὴ λευκανθέντος ἢ ξανθέντος, ἄρα νέου, Πλούτ. 2. 691Ι). ΙΙ. ἀκάθαρτος, ἄπλυτος, αὐτόθ. 169C.
Russian (Dvoretsky)
ἄγναπτος:
1 неваляный, нечесаный, т. е. грубый (ἱμάτια Plut.);
2 нечищенный, грязный: ἐν ἀγνάπτοις Plut. в рубище.
Translations
unwashed
Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio