ἔξωθεν: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξωθεν''': Ἐπίρρ. (ἔξω) ὡς καὶ νῦν, [[ἔξωθεν]] [[εἴσω]] Αἰσχύλ. Θήβ. 560· συχνὸν παρὰ τοῖς Τραγ., Πλάτ. κλ.· - [[μετὰ]] γεν., [[ἔξωθεν]] δόμων Εὐρ. Μήδ. 1312. ΙΙ. [[πολλάκις]] = τῷ ἔξω, Ἡρόδ. 1. 70., Πλάτ. κλ.· οἱ [[ἔξωθεν]], οἱ ξένοι, Ἡρόδ. 9. 5, καὶ Ἀττ.· τά [[ἔξωθεν]], ἐκτὸς τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 201, Εὐρ. Ἠλ. 74, κλ.· [[οἴκοι]] τε πρὸς ἅπαντας [[οὕτως]] ὁμιλοῦντες, καὶ πρὸς τὰς [[ἔξωθεν]] πόλεις [[ὡσαύτως]], κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 307Ε· οἱ ἔξ. λόγοι, ξένοι ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Δημ. 228. 11· - [[μετὰ]] γεν., ἔξ. ὅπλων καθήμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 24· [[ξένος]] ἢ μετέχων τινός, ξυμφορᾶς γὰρ ἂν [[ἔξωθεν]] [[εἴην]] Σοφ. Ἠλ. 1449· δειμάτων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 723. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., [[ἔξωθεν]] λαμβάνειν, ὑπονοεῖν, ἐξυπακούειν λέξιν τινὰ [[ἔξωθεν]], Λατ. subaudire.
|lstext='''ἔξωθεν''': Ἐπίρρ. (ἔξω) ὡς καὶ νῦν, [[ἔξωθεν]] [[εἴσω]] Αἰσχύλ. Θήβ. 560· συχνὸν παρὰ τοῖς Τραγ., Πλάτ. κλ.· - [[μετὰ]] γεν., [[ἔξωθεν]] δόμων Εὐρ. Μήδ. 1312. ΙΙ. [[πολλάκις]] = τῷ ἔξω, Ἡρόδ. 1. 70., Πλάτ. κλ.· οἱ [[ἔξωθεν]], οἱ ξένοι, Ἡρόδ. 9. 5, καὶ Ἀττ.· τά [[ἔξωθεν]], ἐκτὸς τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 201, Εὐρ. Ἠλ. 74, κλ.· [[οἴκοι]] τε πρὸς ἅπαντας [[οὕτως]] ὁμιλοῦντες, καὶ πρὸς τὰς [[ἔξωθεν]] πόλεις [[ὡσαύτως]], κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 307Ε· οἱ ἔξ. λόγοι, ξένοι ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Δημ. 228. 11· - [[μετὰ]] γεν., ἔξ. ὅπλων καθήμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 24· [[ξένος]] ἢ μετέχων τινός, ξυμφορᾶς γὰρ ἂν [[ἔξωθεν]] [[εἴην]] Σοφ. Ἠλ. 1449· δειμάτων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 723. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., [[ἔξωθεν]] λαμβάνειν, ὑπονοεῖν, ἐξυπακούειν λέξιν τινὰ [[ἔξωθεν]], Λατ. subaudire.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> du dehors : [[ἔξωθεν]] δόμων EUR du dehors de la maison;<br /><b>2</b> au dehors (hors de la maison, de la cité, de la patrie) : τὰ [[ἔξωθεν]] les choses du dehors, ce qui se passe hors de la maison ; [[οἱ]] [[ἔξωθεν]] ceux du dehors, les étrangers ; [[οἱ]] [[ἔξωθεν]] λόγοι DÉM discours hors de la question ; avec un gén. hors de, sans ; <i>fig.</i> [[ἔξωθεν]] ξυμφορᾶς SOPH hors de l’infortune.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξω]], -θεν.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξωθεν Medium diacritics: ἔξωθεν Low diacritics: έξωθεν Capitals: ΕΞΩΘΕΝ
Transliteration A: éxōthen Transliteration B: exōthen Transliteration C: eksothen Beta Code: e)/cwqen

English (LSJ)

rarely ἔξωθε Diog.Oen.18, Adv., (ἔξω)

   A from without or abroad, ἔ. εἴσω A.Th.560, cf.Pl.Plt.293d, etc.; ἔ. εἰστρέχειν Men.Sam. 37.    II = ἔξω, Hdt.1.70, Pl.Ti.33c, etc.; οἱ ἔ. those outside, Hdt. 9.5, etc. (but heathen in 1 Ep.Ti.3.7); οἱ ἔ. περιεστηκότες Aeschin.2.5; τὰ ἔ. matters outside the house, opp. τἄνδον, A.Th.201, cf. E.El. 74, etc.; αἱ ἔ. πόλεις foreign states, Pl.Plt.307e; οἱ ἔ. λόγοι foreign to the subject, D.18.9; ἀκαταξέστους ἐκ τοῦ ἔ. IG12.372.61.    b c. gen., ἐντὸς ἢ ἔ. δόμων; E.Med.1312; ἔ. ὅπλων συγκαθήμενοι X.An. 5.7.24; free from, ξυμφορᾶς S.El.1449; δειμάτων E.HF723.    c c. gen., besides, apart from, Gal.6.409, 16.502.    III Gramm., ἔ. προσλαμβάνειν supply or understand a word, A.D.Synt.107.3; προσνεῖμαι ib.92.1; ὑπακούεσθαι ib.22.21.    2 initially, Id.Pron.58.5, al.; finally, ib.60.6,al.

German (Pape)

[Seite 890] 1) von außen her, aus der Fremde; ἔξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται Aesch. Spt. 542; εἰσελθεῖν Plat. Parm. 127 d u. A. häufig. – 2) = ἔξω, außen, außerhalb; ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξ. εἴην Soph. El. 1144; οἱ δειμάτων ἔξ., außer Furcht, Eur. Herc. fur. 723; συγκαθήμενοι ἔξ. τῶν ὅπλων Xen. An. 5, 7, 21; οἱ ἔξωθεν, die außerhalb, Her. 9, 5; αἱ ἔξ. πόλεις Plat. Polit. 307 e u. sonst; τὰ ἔξ. im Ggstz von τἄνδον, τἂν δόμοις Aesch. Spt. 201; Eur. El. 74; Xen. oec. 7, 22; οἱ ἔξ. λόγοι, die nicht zur Sache gehören, Dem. 18, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξωθεν: Ἐπίρρ. (ἔξω) ὡς καὶ νῦν, ἔξωθεν εἴσω Αἰσχύλ. Θήβ. 560· συχνὸν παρὰ τοῖς Τραγ., Πλάτ. κλ.· - μετὰ γεν., ἔξωθεν δόμων Εὐρ. Μήδ. 1312. ΙΙ. πολλάκις = τῷ ἔξω, Ἡρόδ. 1. 70., Πλάτ. κλ.· οἱ ἔξωθεν, οἱ ξένοι, Ἡρόδ. 9. 5, καὶ Ἀττ.· τά ἔξωθεν, ἐκτὸς τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδον, Αἰσχύλ. Θήβ. 201, Εὐρ. Ἠλ. 74, κλ.· οἴκοι τε πρὸς ἅπαντας οὕτως ὁμιλοῦντες, καὶ πρὸς τὰς ἔξωθεν πόλεις ὡσαύτως, κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 307Ε· οἱ ἔξ. λόγοι, ξένοι ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Δημ. 228. 11· - μετὰ γεν., ἔξ. ὅπλων καθήμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 24· ξένος ἢ μετέχων τινός, ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξωθεν εἴην Σοφ. Ἠλ. 1449· δειμάτων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 723. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἔξωθεν λαμβάνειν, ὑπονοεῖν, ἐξυπακούειν λέξιν τινὰ ἔξωθεν, Λατ. subaudire.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 du dehors : ἔξωθεν δόμων EUR du dehors de la maison;
2 au dehors (hors de la maison, de la cité, de la patrie) : τὰ ἔξωθεν les choses du dehors, ce qui se passe hors de la maison ; οἱ ἔξωθεν ceux du dehors, les étrangers ; οἱ ἔξωθεν λόγοι DÉM discours hors de la question ; avec un gén. hors de, sans ; fig. ἔξωθεν ξυμφορᾶς SOPH hors de l’infortune.
Étymologie: ἔξω, -θεν.