ποταμοφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμοφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
|lstext='''ποτᾰμοφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />emporté par le fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[φορέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμοφόρητος Medium diacritics: ποταμοφόρητος Low diacritics: ποταμοφόρητος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: potamophórētos Transliteration B: potamophorētos Transliteration C: potamoforitos Beta Code: potamofo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.