Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνομολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνομολογέω''': [[λέγω]] τὰ αὐτά, συμφωνῶ μετά τινος, [[σύμφημι]], τινι Ἡρόδ. 2. 25, Ξεν., κλπ.· ― ὁμολογῶ [[ὁμοῦ]], ὁμολογῶ τὸ πᾶν, [[παραδέχομαι]], αὐτὰ [[ταῦτα]] Θουκ. 1. 133· ― [[συχν]]. ἐπὶ συζητούντων, παραχωρῶ τι, [[λαμβάνω]] τι ὡς δεδομένον, συμφωνῶ [[περί]] τινος, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν Ξεν. Συμπ. 4. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 342D, Γοργ. 504Β, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα [[εἶναι]] [[ταῦτα]] καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859D, πρβλ. Φαίδωνα 91D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 280Α, ἐν Νόμ. 660D. ― Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2 [[οὔκουν]] καὶ τόδε ξυνομολογοῖτο; Πλάτ. Φίληβ. 60Β· συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται [[αὐτόθι]] 41D· τοῦτο ἡμῖν... μενέτω ξυνομολογηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 248Α, πρβλ. Πολιτικ. 284C· τὸ συνομολογούμενον ἀντίθετον τῷ τὰ ἀμφισβητούμενα, Ἰσοκρ. 25Α· ἔστω συνωμολογημένον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10. ΙΙ. συναινῶ νὰ πράξω τι, ὑπισχνοῦμαι, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 19, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 3. 1, 10. ΙΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συνθηκολογῶ, [[αὐτόθι]] 5. 3, 15, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β.
|lstext='''συνομολογέω''': [[λέγω]] τὰ αὐτά, συμφωνῶ μετά τινος, [[σύμφημι]], τινι Ἡρόδ. 2. 25, Ξεν., κλπ.· ― ὁμολογῶ [[ὁμοῦ]], ὁμολογῶ τὸ πᾶν, [[παραδέχομαι]], αὐτὰ [[ταῦτα]] Θουκ. 1. 133· ― [[συχν]]. ἐπὶ συζητούντων, παραχωρῶ τι, [[λαμβάνω]] τι ὡς δεδομένον, συμφωνῶ [[περί]] τινος, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν Ξεν. Συμπ. 4. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 342D, Γοργ. 504Β, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα [[εἶναι]] [[ταῦτα]] καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859D, πρβλ. Φαίδωνα 91D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 280Α, ἐν Νόμ. 660D. ― Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2 [[οὔκουν]] καὶ τόδε ξυνομολογοῖτο; Πλάτ. Φίληβ. 60Β· συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται [[αὐτόθι]] 41D· τοῦτο ἡμῖν... μενέτω ξυνομολογηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 248Α, πρβλ. Πολιτικ. 284C· τὸ συνομολογούμενον ἀντίθετον τῷ τὰ ἀμφισβητούμενα, Ἰσοκρ. 25Α· ἔστω συνωμολογημένον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10. ΙΙ. συναινῶ νὰ πράξω τι, ὑπισχνοῦμαι, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 19, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 3. 1, 10. ΙΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συνθηκολογῶ, [[αὐτόθι]] 5. 3, 15, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />convenir de qch avec qqn :<br /><b>1</b> être d’accord avec : τινι avec qqn ; [[τι]] convenir de qch, consentir à qch ; <i>en parl. de discussions</i> concéder, tomber d’accord : [[τι]] sur qch;<br /><b>2</b> promettre : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμολογέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομολογέω Medium diacritics: συνομολογέω Low diacritics: συνομολογέω Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synomologéō Transliteration B: synomologeō Transliteration C: synomologeo Beta Code: sunomologe/w

English (LSJ)

   A say the same thing with, agree with, σφι Hdt.2.55, cf. X.Oec.1.13,21.2, etc.; confess the whole, concede, αὐτὰ ταῦτα Th.1.133; freq. of disputants, concede, agree upon, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν X.Smp.4.56, cf. Pl.R.342d, Grg.504b, etc.: c. acc. et inf., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλά Id.Lg.859d, cf. Phd.91d:— Med., Id.Euthd.280b, Lg.660d:—Pass., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται X. HG7.1.2; οὔκουν καὶ τόδε συνομολογοῖτο; Pl.Phlb.60b; συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται ib.41d; τοῦτο ἡμῖν . . μενέτω συνομολογηθέν Id.Sph. 248a, cf. Plt.284c; τὸ -ούμενον, opp. τὰ ἀμφισβητούμενα, Isoc.2.52; ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arist.Pol.1323b23.    2 Med., correlate, ἅμα ταῦτα πρὸς ἄλληλα -ήσασθαι χαλεπόν Hp.Epid.6.8.26.    II agree to do, promise, ταῦτα X.An.4.2.19, etc.: c. inf. fut., Id.Cyr.3.1.10.    III come to terms, make a covenant, ib.5.3.15, etc.:—Med., Pl.Ep.356b.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογέω: λέγω τὰ αὐτά, συμφωνῶ μετά τινος, σύμφημι, τινι Ἡρόδ. 2. 25, Ξεν., κλπ.· ― ὁμολογῶ ὁμοῦ, ὁμολογῶ τὸ πᾶν, παραδέχομαι, αὐτὰ ταῦτα Θουκ. 1. 133· ― συχν. ἐπὶ συζητούντων, παραχωρῶ τι, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, συμφωνῶ περί τινος, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν Ξεν. Συμπ. 4. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 342D, Γοργ. 504Β, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859D, πρβλ. Φαίδωνα 91D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 280Α, ἐν Νόμ. 660D. ― Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2 οὔκουν καὶ τόδε ξυνομολογοῖτο; Πλάτ. Φίληβ. 60Β· συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται αὐτόθι 41D· τοῦτο ἡμῖν... μενέτω ξυνομολογηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 248Α, πρβλ. Πολιτικ. 284C· τὸ συνομολογούμενον ἀντίθετον τῷ τὰ ἀμφισβητούμενα, Ἰσοκρ. 25Α· ἔστω συνωμολογημένον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10. ΙΙ. συναινῶ νὰ πράξω τι, ὑπισχνοῦμαι, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 19, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 3. 1, 10. ΙΙΙ. ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συνθηκολογῶ, αὐτόθι 5. 3, 15, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
convenir de qch avec qqn :
1 être d’accord avec : τινι avec qqn ; τι convenir de qch, consentir à qch ; en parl. de discussions concéder, tomber d’accord : τι sur qch;
2 promettre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύν, ὁμολογέω.