αὐτοκρατής: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοκρᾰτής''': -ές, ὁ κυβερνῶν κατὰ τὴν ἰδίαν του θέλησιν, [[αὐτεξούσιος]], [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[νοῦς]] Ἀναξαγ. 8 (πρβλ. [[αὐτοκράτωρ]] 3)· [[τύχη]] Ἱππ. 423. 5· [[φρήν]] Εὐρ. Ἀνδρ. 483· [[ἀπειθής]] τε καὶ αὐτ. Πλάτ. Τίμ. 91Β: ‒ τὸ αὐτ., ἡ [[αὐτοκράτεια]], ἡ ἐλευθέρα [[βούλησις]], Πλούτ. 2. 1026C. ‒ Ἐντεῦθεν [[ῥῆμα]] αὐτοκρατέω, εἶμαι [[αὐτοκρατής]], Εὐστ. Πονημάτ. 202. 48: ‒ [[ὡσαύτως]] αὐτοκρατητικός, ή, όν, Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. 15. 2, σ. 57 (129Α). | |lstext='''αὐτοκρᾰτής''': -ές, ὁ κυβερνῶν κατὰ τὴν ἰδίαν του θέλησιν, [[αὐτεξούσιος]], [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[νοῦς]] Ἀναξαγ. 8 (πρβλ. [[αὐτοκράτωρ]] 3)· [[τύχη]] Ἱππ. 423. 5· [[φρήν]] Εὐρ. Ἀνδρ. 483· [[ἀπειθής]] τε καὶ αὐτ. Πλάτ. Τίμ. 91Β: ‒ τὸ αὐτ., ἡ [[αὐτοκράτεια]], ἡ ἐλευθέρα [[βούλησις]], Πλούτ. 2. 1026C. ‒ Ἐντεῦθεν [[ῥῆμα]] αὐτοκρατέω, εἶμαι [[αὐτοκρατής]], Εὐστ. Πονημάτ. 202. 48: ‒ [[ὡσαύτως]] αὐτοκρατητικός, ή, όν, Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. 15. 2, σ. 57 (129Α). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui commande par lui-même <i>ou</i> souverainement, maître absolu ; τὸ αὐτοκρατές volonté indépendante, libre arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κράτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A ruling by oneself, absolute, independent, νοῦς Anaxag.12; τύχη Hp.Loc.Hom.46; φρήν E.Andr.482 (lyr.); ἀπειθής τε καὶ αὐ. Pl.Ti.91b; γένεσις οὐδεμία αὐ. ἐστιν Dam.Pr.394; τὸ αὐ. Plu.2.1026d. Adv. -κρατῶς Lyd. Mag.1.33.
German (Pape)
[Seite 398] ές, selbstherrschend, eigenmächtig, φρήν Eur. Andr. 483; Plat. Tim. 91 b; Plut. τὸ αὐτ., die Selbstherrschaft, der freie Wille, de an. procr. e Tim. 27.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν κατὰ τὴν ἰδίαν του θέλησιν, αὐτεξούσιος, ἀπόλυτος κύριος, νοῦς Ἀναξαγ. 8 (πρβλ. αὐτοκράτωρ 3)· τύχη Ἱππ. 423. 5· φρήν Εὐρ. Ἀνδρ. 483· ἀπειθής τε καὶ αὐτ. Πλάτ. Τίμ. 91Β: ‒ τὸ αὐτ., ἡ αὐτοκράτεια, ἡ ἐλευθέρα βούλησις, Πλούτ. 2. 1026C. ‒ Ἐντεῦθεν ῥῆμα αὐτοκρατέω, εἶμαι αὐτοκρατής, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 48: ‒ ὡσαύτως αὐτοκρατητικός, ή, όν, Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. 15. 2, σ. 57 (129Α).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui commande par lui-même ou souverainement, maître absolu ; τὸ αὐτοκρατές volonté indépendante, libre arbitre.
Étymologie: αὐτός, κράτος.