πολυμήχανος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠμήχᾰνος''': -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, [[συνετός]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. [[μήτηρ]], ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1. | |lstext='''πολῠμήχᾰνος''': -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, [[συνετός]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. [[μήτηρ]], ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μηχανή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A resourceful, inventive, epith. of Odysseus, Il.2.173, etc., cf. S.Ph. 1135 (lyr.); of Apollo, h.Merc.319; π. μήτηρ, of Nature, Orph.H.10.1; π. βουλή Opp.H.2.54: in later Prose, π. περὶ τοὺς λόγους Aristid. Or.41(4).2.
German (Pape)
[Seite 666] reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμήχᾰνος: -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, συνετός, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. μήτηρ, ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.
Étymologie: πολύς, μηχανή.