ἀπαράμυθος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράμῡθος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμείλικτος]], [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, [[ὄμμα]] πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | |lstext='''ἀπαράμῡθος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμείλικτος]], [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, [[ὄμμα]] πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inflexible, inexorable;<br /><b>2</b> non encouragé, non rassuré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.