χλιδάω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλῐδάω''': μέλλ. -ήσω· ([[χλιδή]])· - ποιητ. [[ῥῆμα]], εἶμαι [[χλιδανός]], [[ἁβρός]], [[λεπτός]], χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν [[πλόκαμος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[μαλθακός]], [[διάγω]] ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· [[ὡσαύτως]], χλιδῶ ἐπί τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] διά τι [[πρᾶγμα]], δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».
|lstext='''χλῐδάω''': μέλλ. -ήσω· ([[χλιδή]])· - ποιητ. [[ῥῆμα]], εἶμαι [[χλιδανός]], [[ἁβρός]], [[λεπτός]], χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν [[πλόκαμος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[μαλθακός]], [[διάγω]] ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· [[ὡσαύτως]], χλιδῶ ἐπί τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] διά τι [[πρᾶγμα]], δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être mou, délicat, efféminé;<br /><b>2</b> s’enorgueillir, être fier, tirer vanité : τινι, [[ἐπί]] τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδή]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδάω Medium diacritics: χλιδάω Low diacritics: χλιδάω Capitals: ΧΛΙΔΑΩ
Transliteration A: chlidáō Transliteration B: chlidaō Transliteration C: chlidao Beta Code: xlida/w

English (LSJ)

poet. Verb,

   A to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπά Pi.O.10(11).84; χλιδῶν πλόκαμος A.Fr.313: but mostly in bad sense, live delicately or luxuriously, Ar.Lys.640 (troch.); rare in Prose, χ. κατὰ τὴν δίαιταν Arr.An.5.4.4: c. dat., revel in, τοῖς παροῦσι πράγμασι A.Pr.971; πλούτῳ E.Fr. 986; πώγωνι S.Ichn.358; χ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, δῶρ' ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Id.El.360: abs., show insolence, A.Supp.833 (lyr., s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 1359] weichlich, üppig sein, ein weichliches oder schwelgerisches Leben führen, auch übermüthig sein, τοῖς παροῦσι πράγμασι, auf die gegenwärtige Lage der Dinge übermüthig pochen, Aesch. Prom. 973, vgl. Suppl. 813; δῶρ', ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Soph. El. 352; Ar. Eccl. 640; – seltner im guten Sinne, χλιδῶσα μολπή, weicher, zarter Gesang, Pind. Ol. 11, 88.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδάω: μέλλ. -ήσω· (χλιδή)· - ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι χλιδανός, ἁβρός, λεπτός, χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν πλόκαμος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι μαλθακός, διάγω ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· ὡσαύτως, χλιδῶ ἐπί τινι, ὑπερηφανεύομαι διά τι πρᾶγμα, δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être mou, délicat, efféminé;
2 s’enorgueillir, être fier, tirer vanité : τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: χλιδή.