σχεδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχεδιάζω''': μέλλ. -άσω, [[πράττω]] τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ [[μελετητήριον]] εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· [[ἐξευρίσκω]] διηγήματα, [[ἴσως]]... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· [[πρός]] τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. [[αὐτοσχεδιάζω]].
|lstext='''σχεδιάζω''': μέλλ. -άσω, [[πράττω]] τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ [[μελετητήριον]] εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· [[ἐξευρίσκω]] διηγήματα, [[ἴσως]]... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· [[πρός]] τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. [[αὐτοσχεδιάζω]].
}}
{{bailly
|btext=agir à la hâte, à la légère, d’une manière superficielle ; <i>particul. en parl. de la parole</i> improviser, inventer des histoires.<br />'''Étymologie:''' [[σχέδιος]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδιάζω Medium diacritics: σχεδιάζω Low diacritics: σχεδιάζω Capitals: ΣΧΕΔΙΑΖΩ
Transliteration A: schediázō Transliteration B: schediazō Transliteration C: schediazo Beta Code: sxedia/zw

English (LSJ)

   A do a thing off-hand or on the spur of the moment, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Pl.Sis. 387e: abs., play off-hand, λαβὼν τὸ μελετητήριον, εἶτ' ἐσχεδίασε δριμέως Anaxandr.15.3, cf. Cic.Att.6.1.11; invent stories, Plb.12.4.4, D.H.1.7, D.S.1.23; improvise, Phld.Rh.1.100 S. (Pass.); give free play to the imagination, Sor.2.65.    2 act with insufficient care, τοῖς κοινοῖς πράγμασι in public affairs, Plb.22.9.12; ἔν τινι D.S.13.31; πρός τι LXX Ba.1.19.

German (Pape)

[Seite 1053] 1) aus dem Stegreif, hurtig, obenhin machen, schnell hinschreiben, übh. Etwas fahrlässig behandeln, betreiben, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ, Plat. Sisyph. 387 e; Anaxandrid. bei Ath. XIV, 638 d; Pol. 12, 4, 4. – 2) intrans., nachlässig sein, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, in Verwaltung der Staatsgeschäfte, Pol. 23, 9, 12. – 3) in LXX. = ἐγγίζω, von σχεδόν abgeleitet.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδιάζω: μέλλ. -άσω, πράττω τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ μελετητήριον εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· ἐξευρίσκω διηγήματα, ἴσως... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· πρός τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. αὐτοσχεδιάζω.

French (Bailly abrégé)

agir à la hâte, à la légère, d’une manière superficielle ; particul. en parl. de la parole improviser, inventer des histoires.
Étymologie: σχέδιος.