ἀπόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόβλητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον [[ἔπος]] ἔσσεται Β. 361· [[γίγαρτον]] Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., [[ἀπόβλητος]] τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, [[ἀπόβλητος]] τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.
|lstext='''ἀπόβλητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον [[ἔπος]] ἔσσεται Β. 361· [[γίγαρτον]] Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., [[ἀπόβλητος]] τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, [[ἀπόβλητος]] τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> qu’on doit rejeter, méprisable;<br /><b>2</b> rejeté, repoussé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀποβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβλητος Medium diacritics: ἀπόβλητος Low diacritics: απόβλητος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: apóblētos Transliteration B: apoblētos Transliteration C: apovlitos Beta Code: a)po/blhtos

English (LSJ)

ον η, ον D.L.7.127, Iamb.Myst.1.19),

   A to be thrown away or aside, as worthless, οὔ τοι ἀπόβλητ' ἐστὶ θεῶν ἐρικνδέα δῶρα Il.3.65; οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται 2.361; γίγαρτον Simon.88, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11.    2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.

German (Pape)

[Seite 297] weggeworfen; verwerflich, verächtlich, ἔπος Il. 2, 361, θεῶν δῶρα 3, 65; auch Sp., wie L uc. Tox. 27 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβλητος: -ον, ὁ ἄξιος ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Β. 361· γίγαρτον Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., ἀπόβλητος τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, ἀπόβλητος τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 qu’on doit rejeter, méprisable;
2 rejeté, repoussé.
Étymologie: adj. verb. de ἀποβάλλω.