γνωστικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, [[συχν]]. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne). | |lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, [[συχν]]. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />apte à connaître, capable de connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for knowing, cognitive: ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη), theoretical science (opp. πρακτική), Pl.Plt.258e, etc.; τὸ γ. ib.261b; ἕξεις γ. Arist.AP0.100a11 (Comp.); γ. εἰκόνες Hierocl.in CA25p.475M.: c. gen., able to discern, Ocell. 2.7. Adv. -κῶς Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22.
German (Pape)
[Seite 499] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
γνωστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. δύναμις), ἡ δύναμις ἢ ἱκανότης τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν αὐτόθι 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à connaître, capable de connaissance.
Étymologie: γιγνώσκω.