κομέω: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομέω''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κομάω]].<br />Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα [[ἐνδυκέως]] κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. [[κομίζω]], [[κομψός]], Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.) | |lstext='''κομέω''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κομάω]].<br />Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα [[ἐνδυκέως]] κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. [[κομίζω]], [[κομψός]], Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />prendre soin de, soigner, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κάμνω]], [[κομίζω]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><i>ion. c.</i> [[κομάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Ep. impf.
A κομέεσκον Od.24.390:—Ep. Verb, take care of, tend, in Il. of horses, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων 8.109, cf. 113, h.Ap.236; of dogs, Od.17.310, 319, Hes.Op.604; elsewh. in Od. always of men, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24.390, cf. 6.207, etc.; of children, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε 11.250; κούρην . . κομέουσι τοκῆες IG3.1335, cf. Supp.Epigr.1.567 (Karanis, iii B.C.). (Prob. cogn. with κάμνω, q.v.)
κομέω (B), Ion. for κομάω.
German (Pape)
[Seite 1477] besorgen, warten, pflegen; Od. 6, 206; τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι 17, 319; καί ῥα γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24, 388, pflegte sorglich den Greis; – von Pferden, Il. 8, 109. 113; – σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Od. 11, 249; – κύνα Hes. O. 602; – sp. D., wie Ap. Rh. 1, 780, εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας 2, 1015. – Verwandt mit κόμη, comere, κομίζω. – S. auch κομάω.
Greek (Liddell-Scott)
κομέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κομάω.
Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. ῥῆμα, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. κομίζω, κομψός, Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.)
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
prendre soin de, soigner, acc..
Étymologie: DELG cf. κάμνω, κομίζω.
2-ῶ :
ion. c. κομάω.