βαρύβρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύβρομος''': -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - [[αὐλός]], τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. [[ἁρμονία]] Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.
|lstext='''βᾰρύβρομος''': -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - [[αὐλός]], τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. [[ἁρμονία]] Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[βαρυβρεμέτης]].<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[βρέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρομος Medium diacritics: βαρύβρομος Low diacritics: βαρύβρομος Capitals: ΒΑΡΥΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: barýbromos Transliteration B: barybromos Transliteration C: varyvromos Beta Code: baru/bromos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, βαρύβρομα θωύσσοντες Hom.Fr. 25; πέλαγος B.16.76; Trag. only in lyr., βρονταί, κῦμα, E.Ph.183, Hel.1305; ἀκταί Id.Hyps.Fr.41.80; loud-sounding, αὐλός, τύμπανα, Id.Hel.1351, Ba.156, cf.Ar.Nu.313; β. ἁρμονία Αἰολίς Lasus 1.

German (Pape)

[Seite 433] stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύβρομος: -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - αὐλός, τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. ἁρμονία Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. βαρυβρεμέτης.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.