τροπόω: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπόω''': ([[τρόπος]]) ὡς τὸ [[τρέπω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τραπῇ, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50. | |lstext='''τροπόω''': ([[τρόπος]]) ὡς τὸ [[τρέπω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τραπῇ, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>pf. Pass.</i> τετρόπωμαι;<br />fixer la rame avec la courroie d’attache;<br /><i><b>Moy.</b></i> τροπόομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> ἐτροπωσάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τροπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), (τρόπος)
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr.11 A40 (ii B. C.):—so in Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.
τροπ-όω (B), (τροπός)
A furnish the oar with its thong, in Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers.376; τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach.553, Luc.Cat.1.
Greek (Liddell-Scott)
τροπόω: (τρόπος) ὡς τὸ τρέπω, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ, τρέπω εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. τετρόπωμαι;
fixer la rame avec la courroie d’attache;
Moy. τροπόομαι-οῦμαι (ao. ἐτροπωσάμην) m. sign.
Étymologie: τροπός.