συνεκτρέφω: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τὸ γεννηθὲν [[κοινῇ]] μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32. | |lstext='''συνεκτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τὸ γεννηθὲν [[κοινῇ]] μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=nourrir <i>ou</i> élever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A rear up along with or together, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ' ἐκείνου Pl.Smp.209c; σ. τοὺς παῖδας assist in bringing them up, Id.Mx.249a: metaph., πῦρ Plu.Brut. 31:—Pass., grow up with, συνεκτραφεὶς ἐμοί E.IT709, cf. And.1.48, Luc.Am.32.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. τρέφω), mit od. zugleich aufziehen; συνεκτραφεὶς ἐμοί Eur. I. T. 709, wie Andoc. 1, 48; τοὺς παῖδας συνεκτρέφει αὐτή, Plat. Menex. 249 a; μετά τινος, Conv. 209 c; Sp., wie Luc. amor. 32 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» ὁμοῦ, συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.