δενδρόκομος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδρόκομος''': -ον, (δένδρ. [[κόμη]]) ὁ δένδροις [[κατάφυτος]], κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259. | |lstext='''δενδρόκομος''': -ον, (δένδρ. [[κόμη]]) ὁ δένδροις [[κατάφυτος]], κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />couvert d’arbres.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[κόμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A grown with wood, ἐναύλεια E.Hel.1107 (lyr.); ὀρέων κορυφαί Ar.Nu. 280 (lyr.). II δενδροκόμος, ον, tree-tending, Nonn.D.47.182, 199.
German (Pape)
[Seite 546] mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίθτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρόκομος: -ον, (δένδρ. κόμη) ὁ δένδροις κατάφυτος, κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259.