συντονία: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντονία''': ἡ, [[ἔντασις]], ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων [[αὐτοῦ]], Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) [[ἔντασις]] τῆς διανοίας, [[σύντονος]] [[ἐνέργεια]] αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ [[ἄνεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. [[ἐπίτασις]], φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. [[συμφωνία]], Διογ. Λ. 7. 140. | |lstext='''συντονία''': ἡ, [[ἔντασις]], ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων [[αὐτοῦ]], Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) [[ἔντασις]] τῆς διανοίας, [[σύντονος]] [[ἐνέργεια]] αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ [[ἄνεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. [[ἐπίτασις]], φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. [[συμφωνία]], Διογ. Λ. 7. 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> forte tension (du corps, des organes, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> tension de l’esprit, application intense.<br />'''Étymologie:''' [[σύντονος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti.84e, Arist.HA540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ σ. Id.6.154. 2 tension of mind, intense application or exertion, opp. ἄνεσις, Arist.Pol.1341b41, Rh.1370a12; σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Pl.Def.413d. II intensity, φλεγμονῆς Hp.Prog.6 (interpol. in 2 codd., om. Kühl.); φορᾶς Epicur.Ep.2p.45U. III agreement, τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Chrysipp.Stoic.2.172.
Greek (Liddell-Scott)
συντονία: ἡ, ἔντασις, ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων αὐτοῦ, Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) ἔντασις τῆς διανοίας, σύντονος ἐνέργεια αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ ἄνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. ἐπίτασις, φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. συμφωνία, Διογ. Λ. 7. 140.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 forte tension (du corps, des organes, etc.);
2 tension de l’esprit, application intense.
Étymologie: σύντονος.