προκαταγγέλλω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταγγέλλω''': [[ἀναγγέλλω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2.. | |lstext='''προκαταγγέλλω''': [[ἀναγγέλλω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=annoncer <i>ou</i> déclarer d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγγέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.
German (Pape)
[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλω ἢ διακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..
French (Bailly abrégé)
annoncer ou déclarer d’avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.