νάσσω: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάσσω''': Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. [[νένασμαι]] καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-[[νάσσω]], Πιέζω, [[θλίβω]] ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν [[ἔναξε]] Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι [[πλήρης]] τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ [[κόπρος]] ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. [[γεμίζω]] ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα [[οἰκία]] ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο [[πλήρης]], γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, [[ναίω]]). | |lstext='''νάσσω''': Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. [[νένασμαι]] καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-[[νάσσω]], Πιέζω, [[θλίβω]] ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν [[ἔναξε]] Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι [[πλήρης]] τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ [[κόπρος]] ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. [[γεμίζω]] ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα [[οἰκία]] ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο [[πλήρης]], γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, [[ναίω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔναξα, <i>pf. inus. ; pf. Pass.</i> [[νένασμαι]], <i>postér.</i> νέναγμαι;<br /><b>1</b> presser, fouler, acc.;<br /><b>2</b> bourrer, emplir, encombrer.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. νάττω, fut.
A νάξω Hsch.: aor. ἔναξα (v. infr.): pf. Pass. νένασμαι and νέναγμαι (v. infr.):—press, squeeze close, stamp down, γαῖαν ἔναξε Od.21.122; οἱ παῖδες ἔναττον εἰς τὰς σπυρίδας Hippoloch. ap.Ath.4.130b:—Pass., to be piled up, ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Hp.Nat. Puer.24; ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται . . δέρματα Theoc.9.9: c. gen., κλῖναι σισυρῶν νεναγμέναι (νενασμ- codd.) piled up with... Ar.Ec. 840. II stuff quite full, νάττω τὸν θύλακον Epict.Fr.23:— Pass., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο was crammed with... J.BJ1.17.6.
German (Pape)
[Seite 230] att. νάττω, fut. νάξω, perf. pass. νένασμαι, feststampfen, festdrücken; ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε, Od. 21, 122; VLL. erkl. θλίβειν, ὁμαλίζειν; übh. volldrücken, hineinstopfen, dicht anfüllen, ἔναττον οἱ παῖδες εἰς τὰς σπυρίδας, Ath. IV, 130 b; τινός, womit, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, Ar. Lys. 840; einzeln auch bei Sp., νάξαι, Nic. Ther. 952; νένασμαι κέρμασιν, Alciphr. 3, 47. – Adj. verb. ναστός s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
νάσσω: Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. νένασμαι καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-νάσσω, Πιέζω, θλίβω ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν ἔναξε Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι πλήρης τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. γεμίζω ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο πλήρης, γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, ναίω).
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔναξα, pf. inus. ; pf. Pass. νένασμαι, postér. νέναγμαι;
1 presser, fouler, acc.;
2 bourrer, emplir, encombrer.
Étymologie: DELG étym. obscure.