ἀπερίληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
|lstext='''ἀπερίληπτος''': -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, [[ἀπεριόριστος]], τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, [[ἀκατάληπτος]], ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ [[ἄπειρος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non circonscrit, sans limites.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περιλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίληπτος Medium diacritics: ἀπερίληπτος Low diacritics: απερίληπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: aperílēptos Transliteration B: aperilēptos Transliteration C: aperiliptos Beta Code: a)peri/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A uncircumscribed, ἐξουσία ἀ. absolute power, Plu.Pomp.25; indeterminate, Theol.Ar.58; not to be embraced or comprehended, λόγῳ Ph.2.24; ἐπιστήμῃ Iamb.VP29.159: abs., τῷ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6, cf. Procl.Inst.150; incomprehensible, Iamb.Myst.1.7, Dam.Pr.7; ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμὸν κόσμοι Gal.8.159, cf. A.D.Synt.5.14; indefinite (opp. infinite) οὐχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλὰ μόνον ἀ. Epicur.Ep.1p.8U., cf.Placit. 1.3.8, Corn.ND9.

German (Pape)

[Seite 288] nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίληπτος: -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, ἀπεριόριστος, τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ ἄπειρος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non circonscrit, sans limites.
Étymologie: ἀ, περιλαμβάνω.