3,251,386
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ. | |lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἁπλώσω, <i>ao.</i> [[ἥπλωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἡπλώθην]], <i>pf.</i> [[ἥπλωμαι]];<br /><b>1</b> déplier, déployer, étendre ; <i>Pass.</i> s’étendre, se déployer;<br /><b>2</b> rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]]. | |||
}} | }} |