ἀποσκιασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκιασμός''': -οῦ, ὁ, τὸ ἀποσκιάζειν, ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, [[καταμέτρησις]] τοῦ χρόνου διὰ τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, Πλουτ. Περικλ. 6: - [[ὡσαύτως]] ἀποσκίᾰσις, ἡ, Γρηγ. Νύσσ. | |lstext='''ἀποσκιασμός''': -οῦ, ὁ, τὸ ἀποσκιάζειν, ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, [[καταμέτρησις]] τοῦ χρόνου διὰ τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, Πλουτ. Περικλ. 6: - [[ὡσαύτως]] ἀποσκίᾰσις, ἡ, Γρηγ. Νύσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />projection d’ombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσκιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the casting a shadow, ἀ. γνωμόνων measures of time by the shadow on the sun-dial, Plu.Per.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das Schattenwerfen, γνωμόνων Plut. Pericl. 6, die Zeitbestimmung durch den Schatten auf der Sonnenuhr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκιασμός: -οῦ, ὁ, τὸ ἀποσκιάζειν, ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρησις τοῦ χρόνου διὰ τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, Πλουτ. Περικλ. 6: - ὡσαύτως ἀποσκίᾰσις, ἡ, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
projection d’ombre.
Étymologie: ἀποσκιάζω.