ἀπροπτωσία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροπτωσία''': ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, [[ἔλλειψις]] προπετείας, [[περίσκεψις]], Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ [[πότε]] δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9. | |lstext='''ἀπροπτωσία''': ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, [[ἔλλειψις]] προπετείας, [[περίσκεψις]], Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ [[πότε]] δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />art de ne pas céder trop promptement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from precipitancy, deliberateness, Stoic. 2.39, Chrysipp.ib.40, M.Ant.3.9.
German (Pape)
[Seite 339] ἡ, das Wesen des ἀπρόπτωτος, M. Anton. 3, 9. Bei D. L. 7, 46 erkl. Zeno sie = ἐπιστήμη τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροπτωσία: ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, ἔλλειψις προπετείας, περίσκεψις, Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art de ne pas céder trop promptement.
Étymologie: ἀ, προπίπτω.