ἀράχνη: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀράχνη''': ἡ, Ἀττικώτερος [[τύπος]], τοῦ ἀρσεν. ὁ [[ἀράχνης]], κεῖσαι δ’ [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ [[ἀράχνης]]. ΙΙ. τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).
|lstext='''ἀράχνη''': ἡ, Ἀττικώτερος [[τύπος]], τοῦ ἀρσεν. ὁ [[ἀράχνης]], κεῖσαι δ’ [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ [[ἀράχνης]]. ΙΙ. τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />araignée, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[ἄρκυς]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράχνη Medium diacritics: ἀράχνη Low diacritics: αράχνη Capitals: ΑΡΑΧΝΗ
Transliteration A: aráchnē Transliteration B: arachnē Transliteration C: arachni Beta Code: a)ra/xnh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀράχνης, ἀράχνης ἐν ὑφάσματι A.Ag.1492 (lyr.), cf. AP11.110 (Nicarch.); αἱ λειμώνιαι ἀ. Arist.HA555b7 (elsewh. ἀράχνης, q.v.).    II spider's web, Hp.Cord.10, S.Fr.286, AP11.106 (Lucill.).    III ἀ. λεπταί thin lines, Gal.UP10.12.    IV = σφονδύλιον, Ps.-Dsc.3.76.    V kind of sundial, Vitr.9.8.1.

German (Pape)

[Seite 344] ἡ, 1) Spinne, Aesch. Ag. 1471. 1497 u. Sp., wie Nicarch. 16 (XI, 110). – 2) Spinngewebe, Lucill. 65 (XI, 106) u. öfter bei Sp., so daß der Unterschied der Gramm. ἀράχνη θηλυκῶς τὸ ὕφασμα, ἀράχνης δὲ ἀρσενικῶς τὸ ζωΰφιον nicht bestätigt wird. – 3) ein Seefisch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράχνη: ἡ, Ἀττικώτερος τύπος, τοῦ ἀρσεν. ὁ ἀράχνης, κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ ἀράχνης. ΙΙ. τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
araignée, insecte.
Étymologie: DELG pê ἄρκυς.