ἀργυρίτης: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρίτης''': ὁ, θηλ. ἀργυρῖτις, ιδος, ἡ, ἐξ ἀργύρου ἢ εἰς ἄργυρον ἀνήκων. Ι. ἀργυρῖτις, ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἀργυροῦχος γῆ ἢ [[ψάμμος]], εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ [[φλέψ]] ἀργυρίτιδος διήκει Ξεν. Πόρ. 1. 5, πρβλ. 4. 4· κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ἣν οἱ ἐμοὶ οἰκέται εἰργάσαντο Δημ. 974, 28, πρβλ. 29· γῆ ἀργυρῖτις Στράβ. 147· ἴδε Βοίκχιον περὶ τοῦ Λαυρείου ἐν Πολ. Οἰκ. Ἀθ. 2. 427Ε, μετάφρ. Ἀγγλ. ΙΙ. [[χρηματικός]], ἀγὼν [[ἀργυρίτης]], οὖ τὸ ἄθλον ἦτο [[ἀργύριον]] δηλ. χρήματα, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[στεφανίτης]], [[ὥσπερ]] οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα πολιτείας ἀγωνιζομένοις Πλούτ. 2. 820C· οὐ γὰρ [[στεφανίτης]] ὁ [[ἀγών]] ἐστιν, ἀλλ’ [[ἀργυρίτης]] Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584C. 2) [[πλούσιος]], ἢ ὁ ἔχων χρηματικὴν περιουσίαν· «ἀργυρῖται· οἱ ἀργυρίου εὐποροῦντες» Α. Β. 442, 12· «[[ἀργυρίτης]]· ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀργῠρίτης''': ὁ, θηλ. ἀργυρῖτις, ιδος, ἡ, ἐξ ἀργύρου ἢ εἰς ἄργυρον ἀνήκων. Ι. ἀργυρῖτις, ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἀργυροῦχος γῆ ἢ [[ψάμμος]], εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ [[φλέψ]] ἀργυρίτιδος διήκει Ξεν. Πόρ. 1. 5, πρβλ. 4. 4· κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ἣν οἱ ἐμοὶ οἰκέται εἰργάσαντο Δημ. 974, 28, πρβλ. 29· γῆ ἀργυρῖτις Στράβ. 147· ἴδε Βοίκχιον περὶ τοῦ Λαυρείου ἐν Πολ. Οἰκ. Ἀθ. 2. 427Ε, μετάφρ. Ἀγγλ. ΙΙ. [[χρηματικός]], ἀγὼν [[ἀργυρίτης]], οὖ τὸ ἄθλον ἦτο [[ἀργύριον]] δηλ. χρήματα, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[στεφανίτης]], [[ὥσπερ]] οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα πολιτείας ἀγωνιζομένοις Πλούτ. 2. 820C· οὐ γὰρ [[στεφανίτης]] ὁ [[ἀγών]] ἐστιν, ἀλλ’ [[ἀργυρίτης]] Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584C. 2) [[πλούσιος]], ἢ ὁ ἔχων χρηματικὴν περιουσίαν· «ἀργυρῖται· οἱ ἀργυρίου εὐποροῦντες» Α. Β. 442, 12· «[[ἀργυρίτης]]· ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀγών]] (ὁ) <br />concours où le prix était de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἀργῠρ-ῖτις, ιδος, ἡ,
A of or belonging to silver, γῆ containing silver-ore, Posidon. 48, cf. Gal.12.184; ψάμμος Dsc.5.94; βῶλος Plb.34.9.10; more freq. ἀργυρῖτις, ἡ, as Subst., silver-ore, φλὲψ ἀργυρίτιδος X.Vect.1.5, cf. 4.4; κατεργασάμενος τὴν ἀ. Docum. ap. D.37.28; also a form of λιθάργυρος, Dsc.5.87. II of or for money, ἀγὼν ἀργυρίτης a contest in which the prize was money (cf. στεφανίτης), Plu.2.820d, Lync. ap.Ath.13.584c. 2 a moneyed man, AB442. 3 fem. -ῖτις, = λινόζωστις ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρίτης: ὁ, θηλ. ἀργυρῖτις, ιδος, ἡ, ἐξ ἀργύρου ἢ εἰς ἄργυρον ἀνήκων. Ι. ἀργυρῖτις, ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἀργυροῦχος γῆ ἢ ψάμμος, εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ φλέψ ἀργυρίτιδος διήκει Ξεν. Πόρ. 1. 5, πρβλ. 4. 4· κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ἣν οἱ ἐμοὶ οἰκέται εἰργάσαντο Δημ. 974, 28, πρβλ. 29· γῆ ἀργυρῖτις Στράβ. 147· ἴδε Βοίκχιον περὶ τοῦ Λαυρείου ἐν Πολ. Οἰκ. Ἀθ. 2. 427Ε, μετάφρ. Ἀγγλ. ΙΙ. χρηματικός, ἀγὼν ἀργυρίτης, οὖ τὸ ἄθλον ἦτο ἀργύριον δηλ. χρήματα, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ στεφανίτης, ὥσπερ οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα πολιτείας ἀγωνιζομένοις Πλούτ. 2. 820C· οὐ γὰρ στεφανίτης ὁ ἀγών ἐστιν, ἀλλ’ ἀργυρίτης Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584C. 2) πλούσιος, ἢ ὁ ἔχων χρηματικὴν περιουσίαν· «ἀργυρῖται· οἱ ἀργυρίου εὐποροῦντες» Α. Β. 442, 12· «ἀργυρίτης· ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ἀγών (ὁ)
concours où le prix était de l’argent.
Étymologie: ἄργυρος.