ἀτύχημα: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτύχημα''': τό, [[δυστύχημα]], [[ἀποτυχία]], [[σφάλμα]], δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) [[σφάλμα]] ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀδίκημα]] καὶ [[ἁμάρτημα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, [[ἔγκλημα]], κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. [[αὐτόθι]] 13. 5.
|lstext='''ἀτύχημα''': τό, [[δυστύχημα]], [[ἀποτυχία]], [[σφάλμα]], δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) [[σφάλμα]] ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀδίκημα]] καὶ [[ἁμάρτημα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, [[ἔγκλημα]], κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. [[αὐτόθι]] 13. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> infortune, insuccès, échec;<br /><b>2</b> faute involontaire, méprise;<br />[[ἀτυχέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῠχημα Medium diacritics: ἀτύχημα Low diacritics: ατύχημα Capitals: ΑΤΥΧΗΜΑ
Transliteration A: atýchēma Transliteration B: atychēma Transliteration C: atychima Beta Code: a)tu/xhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18.    2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphem., crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.

German (Pape)

[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.