ἀφέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφέτης''': του, ὁ ([[ἀφίημι]]) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ [[πρός]], τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., [[δοῦλος]] [[ἀπελεύθερος]] ἐν Σπάρτῃ, «[[πολλάκις]]..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.
|lstext='''ἀφέτης''': του, ὁ ([[ἀφίημι]]) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ [[πρός]], τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., [[δοῦλος]] [[ἀπελεύθερος]] ἐν Σπάρτῃ, «[[πολλάκις]]..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> qui lance des traits <i>ou</i> des projectiles, <i>particul.</i> qui manœuvre une baliste;<br /><b>2</b> <i>t. d’astron.</i> qui lance des rayons <i>en parl. de certains corps célestes</i>;<br /><b>II.</b> <i>à Sparte</i> esclave, affranchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίημι]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέτης Medium diacritics: ἀφέτης Low diacritics: αφέτης Capitals: ΑΦΕΤΗΣ
Transliteration A: aphétēs Transliteration B: aphetēs Transliteration C: afetis Beta Code: a)fe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (

   A ἀφίημἰ one who lets off a military engine, Plb.4.56.3.    b teacher of ballistic, IG2.465.22.    c starter in races, POxy.152.1 (vii A.D.).    2 Astrol., prorogator, heavenly body which determines the vital quadrant, Ptol.Tetr.131.    II Pass., a freed-slave among the Spartans, Myro2.

German (Pape)

[Seite 409] ὁ, 1) der Loslassende, der Schleuderer beim Wurfgeschütz, Pol. 4, 56. – 2) der Freigelassene bei den Lacedämoniern, bei Ath. VI, 271 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέτης: του, ὁ (ἀφίημι) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ πρός, τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., δοῦλος ἀπελεύθερος ἐν Σπάρτῃ, «πολλάκις..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. 1 qui lance des traits ou des projectiles, particul. qui manœuvre une baliste;
2 t. d’astron. qui lance des rayons en parl. de certains corps célestes;
II. à Sparte esclave, affranchi.
Étymologie: ἀφίημι.