ἀτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτράπεζος''': -ον, ([[τράπεζα]]) ὁ [[ἄνευ]] τραπέζης, τούτου [[χάριν]] ἄστεγος ἦν καὶ [[ἀτράπεζος]], [[πένης]], [[ἀλήτης]], [[γυμνός]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) [[ἀκοινώνητος]], ἀλλόφρων, [[δύσμικτος]]… [[ἀτράπεζος]] Μανέθ. 4. 563.
|lstext='''ἀτράπεζος''': -ον, ([[τράπεζα]]) ὁ [[ἄνευ]] τραπέζης, τούτου [[χάριν]] ἄστεγος ἦν καὶ [[ἀτράπεζος]], [[πένης]], [[ἀλήτης]], [[γυμνός]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) [[ἀκοινώνητος]], ἀλλόφρων, [[δύσμικτος]]… [[ἀτράπεζος]] Μανέθ. 4. 563.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans table, sans nourriture;<br /><b>2</b> qui se tient à part de la table commune, insociable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τράπεζα]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράπεζος Medium diacritics: ἀτράπεζος Low diacritics: ατράπεζος Capitals: ΑΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: atrápezos Transliteration B: atrapezos Transliteration C: atrapezos Beta Code: a)tra/pezos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, (τράπεζα)

   A unsocial, Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 388] (τράπεζα), ohne Tisch, Maneth. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτράπεζος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἄνευ τραπέζης, τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καὶ ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης, γυμνός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) ἀκοινώνητος, ἀλλόφρων, δύσμικτοςἀτράπεζος Μανέθ. 4. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans table, sans nourriture;
2 qui se tient à part de la table commune, insociable.
Étymologie: ἀ, τράπεζα.