ἄφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, [[ἄλαλος]], βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· [[ῥήτωρ]] Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ [[ἄναυδος]] (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· [[μετὰ]] γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, [[αὐτόθι]] 131· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ [[εἶναι]] τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· [[οὕτως]] ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ [[λέξις]] σύμφωνα
|lstext='''ἄφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, [[ἄλαλος]], βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· [[ῥήτωρ]] Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ [[ἄναυδος]] (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· [[μετὰ]] γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, [[αὐτόθι]] 131· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ [[εἶναι]] τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· [[οὕτως]] ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ [[λέξις]] σύμφωνα
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans voix, muet, silencieux : [[ἄφωνος]] ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; <i>adv.</i> • ἄφωνα ESCHL sans parler ; <i>t. de gramm.</i> τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, <i>particul.</i> les occlusives.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φωνή]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφωνος Medium diacritics: ἄφωνος Low diacritics: άφωνος Capitals: ΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: áphōnos Transliteration B: aphōnos Transliteration C: afonos Beta Code: a)/fwnos

English (LSJ)

ον, (φωνή)

   A voiceless, dumb, Thgn.669, Hdt.1.85, D.18.191; ῥήτωρ Antiph.196.14; κακὸν ἄ. Com.Adesp.8 D.; stronger than ἄναυδος (q.v.), Hp.Epid. 3.17.γ; εἴδωλα 1 Ep.Cor.12.2; unable to speak, of a child, Sapph.118: c.gen., ἄ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς unable to utter it, S.OC865. Adv.-νωςib.131 (lyr.): neut. pl. as Adv., ἄφωνα σημανοῦσιν . . ὡς . . A.Pers.819.    2 with a poor voice, τραγῳδός D.T.631.21.    3 intestate, Tab.Heracl.1.151.    4 ἄφωνα (sc. γράμματα, στοιχεῖα) consonants, ἄ. καὶ φωνοῦντα (fort. ἄ. φωνήεντα) E.Fr.578.2; τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἄ. Pl.Cra.393e; τὸ σῖγμα τῶν ἀ. ἐστί Id.Tht.203b: but esp. of mutes, τὰ ἄφθογγα καὶ ἄ. Id.Phlb.18c, cf. Cra.424c; opp. ἡμίφωνα, Arist. Po.1456b28, cf. Phld.Po.2.16, Herc.994.28, D.H.Comp.14, D.T.631.20, S.E.M.1.102.

German (Pape)

[Seite 416] (φωνή), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, ἄλαλος, βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· ῥήτωρ Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ ἄναυδος (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· μετὰ γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, αὐτόθι 131· ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ εἶναι τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· οὕτως ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν ὄνομα γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ λέξις σύμφωνα

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans voix, muet, silencieux : ἄφωνος ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; adv. • ἄφωνα ESCHL sans parler ; t. de gramm. τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, particul. les occlusives.
Étymologie: ἀ, φωνή.