βαρύκτυπος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαρύκτῠπος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· [[ὡσαύτως]] τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· [[ὡσαύτως]] βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433. | |lstext='''βαρύκτῠπος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· [[ὡσαύτως]] τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· [[ὡσαύτως]] βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bruit sourd <i>ou</i> retentissant (<i>ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer</i>).<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[κτύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A heavy-sounding, loud-thundering, epith. of Zeus, h.Cer.3, Hes. Op.79; of Poseidon, Id.Th.818, Pi.O.1.72, Pae.4.41; also of the sea, AP9.753 (Claudian).
German (Pape)
[Seite 434] Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).
Greek (Liddell-Scott)
βαρύκτῠπος: -ον, ὁ βαρέως κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· ὡσαύτως τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· ὡσαύτως βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe avec un bruit sourd ou retentissant (ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer).
Étymologie: βαρύς, κτύπος.