ἐγκατακρούω: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατακρούω''': καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ [[μέτρον]] τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
|lstext='''ἐγκατακρούω''': καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ [[μέτρον]] τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> heurter parmi;<br /><b>2</b> enfoncer en frappant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καρδία]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακρούω Medium diacritics: ἐγκατακρούω Low diacritics: εγκατακρούω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: enkatakroúō Transliteration B: enkatakrouō Transliteration C: egkatakroyo Beta Code: e)gkatakrou/w

English (LSJ)

χορείαν τοῖς μύσταις

   A tread a measure among them, Ar.Ra.330.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.

French (Bailly abrégé)

1 heurter parmi;
2 enfoncer en frappant.
Étymologie: ἐν, καρδία.