ἐκτελής: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[ἐντελής]], [[τέλειος]], ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, [[ὥριμος]], [[ἀκτὴ]] Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ. | |lstext='''ἐκτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[ἐντελής]], [[τέλειος]], ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, [[ὥριμος]], [[ἀκτὴ]] Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />achevé, accompli, parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A brought to an end, perfect, ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι A.Pers.218; of corn, ripe, Hes.Op.466; also of persons, ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Ion780, cf. A.Ag.105 (lyr., s. v.l.). Adv. -λῶς in full, completely, BGU1116.9 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 780] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελής: -ές, (τέλος) ἐντελής, τέλειος, ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, ὥριμος, ἀκτὴ Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.