βοηθητικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.
|lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηθητικός Medium diacritics: βοηθητικός Low diacritics: βοηθητικός Capitals: ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēthētikós Transliteration B: boēthētikos Transliteration C: voithitikos Beta Code: bohqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ready or able to help, serviceable, τινί Arist. Rh.1374a24; τοῖς πένησι Plu.Sol.29; τῶν δεομένων Diotog. ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol.1267a16; or towards promoting it, Id.HA515b9: Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: Sup. -ώτατος Iamb.VP25.111.

German (Pape)

[Seite 451] zum Helfen bereit od. tüchtig, hülfreich; τινί Arist. rhet. 1, 13; Plut. Thes. 36 Sol. 29 u. öfter; πρός τι Arist. pol. 2, 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθητικός: -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, ὠφέλιμος, χρήσιμος, τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · πρός τι, οὕτως ὥστε νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ ὅπως ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
secourable : τινι à qqn.
Étymologie: βοηθέω.