βοηδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l’aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).

Greek (Liddell-Scott)

βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accourt à l’aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.