ἀφάνεια: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.[[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341. | |lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.[[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37. 2 invisibility, Dam. Pr.6. II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.
German (Pape)
[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.