βατταρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
|lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=bredouiller, dire des niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[βάτταλος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττᾰρίζω Medium diacritics: βατταρίζω Low diacritics: βατταρίζω Capitals: ΒΑΤΤΑΡΙΖΩ
Transliteration A: battarízō Transliteration B: battarizō Transliteration C: vattarizo Beta Code: battari/zw

English (LSJ)

onomatop. word,

   A stammer, Hippon.108, Pl.Tht.175d (prob.l.), Cic.Att.6.5.1, Luc.JTr.27.

German (Pape)

[Seite 439] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch.

Greek (Liddell-Scott)

βαττᾰρίζω: λέξ. ὠνοματοπ., ψελλίζω, τραυλίζω, Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, ἄναρθρος καὶ ἀδιανόητος ὁμιλία, τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

bredouiller, dire des niaiseries.
Étymologie: βάτταλος.