γλάφω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλάφω''': [ᾰ], ξέω, [[ἀνασκάπτω]], [[κοιλαίνω]], ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-[[γλάφω]]. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γλάφυ]], [[γλαφυρός]], πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - [[γλάφω]] ἔχει πρὸς τὸ [[γλύφω]] ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).
|lstext='''γλάφω''': [ᾰ], ξέω, [[ἀνασκάπτω]], [[κοιλαίνω]], ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-[[γλάφω]]. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γλάφυ]], [[γλαφυρός]], πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - [[γλάφω]] ἔχει πρὸς τὸ [[γλύφω]] ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).
}}
{{bailly
|btext=creuser le sol du pied <i>en parl. d’un lion</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Γλαφ gratter, <i>lat.</i> scalpo ; cf. [[γλύφω]]‖sculpo.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάφω Medium diacritics: γλάφω Low diacritics: γλάφω Capitals: ΓΛΑΦΩ
Transliteration A: gláphō Transliteration B: glaphō Transliteration C: glafo Beta Code: gla/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A scrape up, dig up, hollow, ποσσὶ γλάφει, of a lion, Hes. Sc.431.    II engrave, CR12.282 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

γλάφω: [ᾰ], ξέω, ἀνασκάπτω, κοιλαίνω, ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-γλάφω. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται ὡσαύτως γλάφυ, γλαφυρός, πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - γλάφω ἔχει πρὸς τὸ γλύφω ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).

French (Bailly abrégé)

creuser le sol du pied en parl. d’un lion.
Étymologie: R. Γλαφ gratter, lat. scalpo ; cf. γλύφω‖sculpo.