δάκος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάκος''': -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), [[ζῷον]], οὗ τὸ [[δῆγμα]] ἐπικίνδυνον· [[ζῷον]] βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = [[δῆγμα]], δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30. | |lstext='''δάκος''': -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), [[ζῷον]], οὗ τὸ [[δῆγμα]] ἐπικίνδυνον· [[ζῷον]] βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = [[δῆγμα]], δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />animal qui mord, bête dangereuse.<br />'''Étymologie:''' R. Δακ, v. [[δάκνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, (δάκνω)
A animal of which the bite is dangerous, noxious beast, A.Pr.583 (lyr.), Th.558; Ἀργεῖον δ., of the Trojan horse, Id.Ag.824; δάκη θηρῶν rauenous beasts, E.Hipp.646; θήρειον δ. Id.Cyc.325; generally, β. δάκος, of a whale, Opp.H.5.333. II bite, sting, δ. κακαγοριᾶν Pi.P.2.53, cf. Opp.H.2.454, 5.30.
German (Pape)
[Seite 519] τό, 1) ein durch giftigen Biß od. Stich gefährliches Thier, Nic. Th. 335. So nennt Aesch. Ag. 798 das hölzerne Pferd, womit Troja eingenommen wurde. – 2) Biß, κακαγοριᾶν Pind. P. 2, 53; θηρῶν Eur. Hipp. 646; Opp. H. 2, 454.
Greek (Liddell-Scott)
δάκος: -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), ζῷον, οὗ τὸ δῆγμα ἐπικίνδυνον· ζῷον βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = δῆγμα, δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, ἔνθα ὅμως ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
animal qui mord, bête dangereuse.
Étymologie: R. Δακ, v. δάκνω.