δέον: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέον''': -οντος, τό, οὐδέτ. οὐσιαστ., [[κυρίως]] μετοχ. τοῦ ἀπροσ. δεῖ: - ὅ,τι [[εἶναι]] ὑποχρεωτικόν, [[ἀναγκαῖον]], ὀρθόν, [[πρέπον]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· τὰ δέοντα, πράγματα ἀναγκαῖα ἢ πρέποντα, τὰ καθήκοντα, Θουκ. 1. 22, κτλ· οὐδὲν τῶν δεόντων πράττειν Ἰσοκρ. 32Α· πρὸ τοῦ δέοντος, πρὶν γείνῃ [[ἀνάγκη]], Σοφ. Φ. 891· [[μᾶλλον]] τοῦ δ., πλειότερον τοῦ ἀναγκαίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ.· ἐν δέοντι (ἐνν. καιρῷ), εἰς καλὸν καιρόν, Λατ. opportune, Εὐρ. Μηδ. 1277· ἐν τῷ δέοντι Ἡρόδ. 2. 159· οὕτω καὶ ἐς [[δέον]] γέγονε Ἡροδ. 1. 119, 186· ἐς δ. πάρεστι Σοφ. Ο. Τ. 1416, πρβλ. Ἀντ. 386· εἰς [[δέον]] λέγειν Δημ. 44. 7· [[ἀλλά]], εἰς τὸ [[δέον]], δι᾿ ἀναγκαίους σκοπούς, ἢ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 2. 173· [[ἐντεῦθεν]] (ἐν Ἀθήναις) ἡ [[φράσις]] εἰς τὸ [[δέον]] ἐδήλου ἀπορρήτους τῆς πόλεως δαπάνας (μυστικὸν [[κονδύλιον]])· εἰς τὸ [[δέον]] ἀπώλεσα Ἀριστοφ. Νεφ. 859, [[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ. εἰς οὐδὲν [[δέον]] ἀναλίσκειν Δημ. 36. 10, κτλ. | |lstext='''δέον''': -οντος, τό, οὐδέτ. οὐσιαστ., [[κυρίως]] μετοχ. τοῦ ἀπροσ. δεῖ: - ὅ,τι [[εἶναι]] ὑποχρεωτικόν, [[ἀναγκαῖον]], ὀρθόν, [[πρέπον]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· τὰ δέοντα, πράγματα ἀναγκαῖα ἢ πρέποντα, τὰ καθήκοντα, Θουκ. 1. 22, κτλ· οὐδὲν τῶν δεόντων πράττειν Ἰσοκρ. 32Α· πρὸ τοῦ δέοντος, πρὶν γείνῃ [[ἀνάγκη]], Σοφ. Φ. 891· [[μᾶλλον]] τοῦ δ., πλειότερον τοῦ ἀναγκαίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ.· ἐν δέοντι (ἐνν. καιρῷ), εἰς καλὸν καιρόν, Λατ. opportune, Εὐρ. Μηδ. 1277· ἐν τῷ δέοντι Ἡρόδ. 2. 159· οὕτω καὶ ἐς [[δέον]] γέγονε Ἡροδ. 1. 119, 186· ἐς δ. πάρεστι Σοφ. Ο. Τ. 1416, πρβλ. Ἀντ. 386· εἰς [[δέον]] λέγειν Δημ. 44. 7· [[ἀλλά]], εἰς τὸ [[δέον]], δι᾿ ἀναγκαίους σκοπούς, ἢ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 2. 173· [[ἐντεῦθεν]] (ἐν Ἀθήναις) ἡ [[φράσις]] εἰς τὸ [[δέον]] ἐδήλου ἀπορρήτους τῆς πόλεως δαπάνας (μυστικὸν [[κονδύλιον]])· εἰς τὸ [[δέον]] ἀπώλεσα Ἀριστοφ. Νεφ. 859, [[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ. εἰς οὐδὲν [[δέον]] ἀναλίσκειν Δημ. 36. 10, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>οντος (τό) :<br /><i>propr.</i> ce qu’il faut, ce qui convient, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> besoin, nécessité : τὰ δέοντα [[εἰπεῖν]] <i>ou</i> πράττειν, dire <i>ou</i> faire ce qu’il faut ; πρὸ [[τοῦ]] δέοντος SOPH avant qu’il ne soit nécessaire ; [[μᾶλλον]] [[τοῦ]] δέοντος XÉN plus qu’il ne faut ; [[ἐς]] τὸ [[δέον]] HDT en vue des besoins;<br /><b>2</b> ce qui convient, ce qui est opportun : [[ἐν]] δέοντι (καιρῷ) EUR, [[ἐν]] [[τῷ]] δέοντι HDT en temps opportun, à propos ; [[ἐς]] [[δέον]] παρεῖναι SOPH <i>ou</i> [[ἐς]] τὸ [[δέον]] παραγίνεσθαι HDT se présenter <i>ou</i> survenir à point.<br />'''Étymologie:''' part. prés. neutre de [[δέω]]².<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ pl. impf. poét. de</i> [[δέω]]¹;<br /><i>part. prés. neutre de</i> [[δέω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
(written
A δείον PSI4.361.4 (iii B. C.), etc.), οντος, τό, neut. Subst., prop. part. of impers. δεῖ (q. v.):—that which is binding, needful, right, μᾶλλον τοῦ δ. X.Mem.4.3.8; τὰ δ. Th.1.22, etc.; οὐδὲν τῶν δ. πράττοντες Isoc.3.25; πρὸ τοῦ δ. before it be needful, S.Ph.891; ἐν δέοντι (sc. καιρῷ) in good time, E.Med.1277, Plu.Cim.17; ἐν τῷ δ. Hdt.2.159; ἐς δέον ἐγεγόνεε Id.1.119, cf. 186; ἐς δ. πάρεστι S.OT 1416, cf. Ant.386; εἰς δ. λέγειν D.4.14; εἰς τὸ δ. for needful purposes, or in case of need, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Hdt.2.173: hence of secret service, εἰς τὸ δ. ἀπώλεσα Ar.Nu.859 (parody of Pericles' εἰς τὸ δ. ἀνήλωσα Sch. ad loc.); εἰς οὐδὲν δ. ἀναλίσκειν D.3.28: so in pl., εἰς δέοντα ἀναλωθῆναι Andronic.Rhod.p.577 M.
German (Pape)
[Seite 547] οντος, τό (neutr. partic praes. von δεῖ), das Nöthige, Pflicht, Schuldigkeit, τὰ δέοντα εἰπεῖν Thuc. 1, 22 u. öfter; Plat. Phaedr. 234 b; ἀπῆλθον πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος Theaet. 150 e; θᾶττον τοῦ δ. Conv. 195 b u. öfter; ἐν δέοντι u. ἐν τῷ δέοντι, sc. καιρῷ, zur rechten Zeit, Ar. Pax 272; Eur. Mad. 1277; Her. 2, 159; Thuc. 2, 89; ποιεῖν Isocr. 3, 19 u. Sp.; εἰς δέον, z. B. παρεῖναι Soph. O. R. 1416; Eur. Alc. 1101; Her. 1, 119; καὶ καλῶς Plat. Rep. X, 596 e; εἰς τὸ δέον παραγίνεσθαι Her. 1, 32; χρῆσθαι 2, 173; vgl. Ar. Nubb. 859; εἰς οὐδὲν δέον ἀναλίσκειν, unnöthiger Weise, Dem. 3, 28. – Absolut δέον, da es nöthig ist od. war, Plat. Prot. 355 d u. sonst oft bei Att.; οὐδὲν δέον, was nicht hätte geschehen sollen, Her. 3, 65 u. sonst. – Pol. 1, 30, 7 u. Sp. sagen δέον ἐστίν = δεῖ
Greek (Liddell-Scott)
δέον: -οντος, τό, οὐδέτ. οὐσιαστ., κυρίως μετοχ. τοῦ ἀπροσ. δεῖ: - ὅ,τι εἶναι ὑποχρεωτικόν, ἀναγκαῖον, ὀρθόν, πρέπον, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· τὰ δέοντα, πράγματα ἀναγκαῖα ἢ πρέποντα, τὰ καθήκοντα, Θουκ. 1. 22, κτλ· οὐδὲν τῶν δεόντων πράττειν Ἰσοκρ. 32Α· πρὸ τοῦ δέοντος, πρὶν γείνῃ ἀνάγκη, Σοφ. Φ. 891· μᾶλλον τοῦ δ., πλειότερον τοῦ ἀναγκαίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ.· ἐν δέοντι (ἐνν. καιρῷ), εἰς καλὸν καιρόν, Λατ. opportune, Εὐρ. Μηδ. 1277· ἐν τῷ δέοντι Ἡρόδ. 2. 159· οὕτω καὶ ἐς δέον γέγονε Ἡροδ. 1. 119, 186· ἐς δ. πάρεστι Σοφ. Ο. Τ. 1416, πρβλ. Ἀντ. 386· εἰς δέον λέγειν Δημ. 44. 7· ἀλλά, εἰς τὸ δέον, δι᾿ ἀναγκαίους σκοπούς, ἢ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 2. 173· ἐντεῦθεν (ἐν Ἀθήναις) ἡ φράσις εἰς τὸ δέον ἐδήλου ἀπορρήτους τῆς πόλεως δαπάνας (μυστικὸν κονδύλιον)· εἰς τὸ δέον ἀπώλεσα Ἀριστοφ. Νεφ. 859, ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ. εἰς οὐδὲν δέον ἀναλίσκειν Δημ. 36. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1οντος (τό) :
propr. ce qu’il faut, ce qui convient, d’où :
1 besoin, nécessité : τὰ δέοντα εἰπεῖν ou πράττειν, dire ou faire ce qu’il faut ; πρὸ τοῦ δέοντος SOPH avant qu’il ne soit nécessaire ; μᾶλλον τοῦ δέοντος XÉN plus qu’il ne faut ; ἐς τὸ δέον HDT en vue des besoins;
2 ce qui convient, ce qui est opportun : ἐν δέοντι (καιρῷ) EUR, ἐν τῷ δέοντι HDT en temps opportun, à propos ; ἐς δέον παρεῖναι SOPH ou ἐς τὸ δέον παραγίνεσθαι HDT se présenter ou survenir à point.
Étymologie: part. prés. neutre de δέω².
23ᵉ pl. impf. poét. de δέω¹;
part. prés. neutre de δέω².