δασύνω: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰσύνω''': (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς [[ἀλωπεκίας]], [[ἐπαναφέρω]] τὴν [[τρίχα]] εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[τριχωτός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· [[ἐναντίον]] τοῦ [[φαλακρόομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. [[κάμνω]] τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, [[συσκοτίζω]], οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε. | |lstext='''δᾰσύνω''': (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς [[ἀλωπεκίας]], [[ἐπαναφέρω]] τὴν [[τρίχα]] εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[τριχωτός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· [[ἐναντίον]] τοῦ [[φαλακρόομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. [[κάμνω]] τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, [[συσκοτίζω]], οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> rendre touffu, velu ; <i>Pass.</i> devenir velu;<br /><b>2</b> prononcer avec l’esprit rude.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
pf. Pass., δεδάσυμμαι or
A -υσμαι Hp.Coac.172: inf. -ύνθαι Adam. Phgn.2.26:—make rough or hairy, δ. τὰς ἀλωπεκίας bring back the hair on them, Dsc.1.125, Gp.12.22.12:—Pass., become or be hairy, Ar.Ec.66, Hp.Epid.6.8.32; opp. φαλακρόομαι, Arist.HA518b27; become bushy, Thphr.HP2.6.12. II make thick and cloudy, overcast, οὐρανόν Id.Vent.51, Sign.36. III aspirate, Trypho Fr. 5, D.H.Comp.14, A.D.Pron.12.21, Seleuc. ap. Ath.9.398a. IV Pass., of urine, become cloudy, Hp.Prorrh.1.95. 2 of breathing, become rapid, Agathin. ap. Orib.10.7.22. 3 of the voice, become hoarse, Dsc.3.80.
German (Pape)
[Seite 524] 1) rauch, haarig machen, Diosc.; pass., haarig werden, sein, σῶμα ἐδασὐνθη Hippocr.; ἵνα δασυνθείην Ar. Eccl. 66; ἡ κνήμη δασύνεται Alc. Mess. 2 (XII, 30); δασὐνονται αἱ ὀφρύες Arist. H. A. 3, 11. 12; κόρυς δασυνομένη θριξί Paul. Sil. 46 (VI, 81). – 2) verdichten, verdicken, νέφεσι τὸν οὐρανόν, vom Winde, mit dichtem Gewölk bedecken, Theophr.; ῥοὰ δασὐνεται, wird mit Blättern bedeckt, Id. – 3) mit dem Spiritus asper versehen, aussprechen, Gramm.; Ath. IX, 897 e; πνεῦμα δασυνόμενον Agath. 69 (XI, 382).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύνω: (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς ἀλωπεκίας, ἐπαναφέρω τὴν τρίχα εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι τριχωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· ἐναντίον τοῦ φαλακρόομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. κάμνω τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, συσκοτίζω, οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ πνεῦμα, Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε.
French (Bailly abrégé)
1 rendre touffu, velu ; Pass. devenir velu;
2 prononcer avec l’esprit rude.
Étymologie: δασύς.