διαδοχή: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδοχή''': ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ἡ [[παράλειψις]], [[παραδοχή]], δ. [[νεώς]], ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. [[διαδέχομαι]] Ι. 2), Δημ. 1206. 10· καὶ [[ἑπομένως]], 2) διαδοχικὴ [[ἀντικατάστασις]], [[ἄλλος]] παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι, [[ἀλληλοδιαδόχως]], ἀλλήλους διαδεχόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313· - οὕτω, διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Θουκ. 2. 36· ἡ τῶν τέκνων δ. Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 2· - [[συχν]]. κατὰ δοτ. πληθ., ἀνάσσων διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν Εὐρ. Ἱκέτ. 406· διαδοχαῖς Ἐρινύων, διὰ διαδοχικῶν προσβολῶν τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 79· μακραῖς δ., διὰ μακρῶν γενεαλογιῶν, Ἡρῳδιαν. 1. 2· - οὕτω [[μετὰ]] προθ., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, ἀμοιβαίως, κατὰ σειράν, Λατ. vicissim, Δημ. 46. 1, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀγρ. 9, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἢ κατὰ διαδοχὴν Θουκ. 7. 27, 28· κατὰ διαδοχὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 12. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον [[ὄνομα]] ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ὁ ἀντικαθιστῶν τὴν φρουράν, τὸ στρατιωτικὸν [[σῶμα]] τὸ λαμβάνον τὴν θέσιν ἑτέρου, ἡ δ. τῇ [[πρόσθεν]] φυλακῇ ἔρχεται Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17, πρβλ. Δημ. 567. 18. 2) ἡ διαδοχὴ (δηλ. οἱ διάδοχοι), Λουκ. Νιγρ. 38· - αἱ Διαδοχαὶ ἦτο ἐπιγραφὴ ἔργου τινὸς τοῦ Σωτίωνος, ἐν ᾧ περιείχοντο οἱ διαδοχικοὶ ἀρχηγοὶ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, Ἀθήν. 162Ε, πρβλ. Διογ. Λ. προοίμ. 1., 2. 12, Πλούτ. 605Β.
|lstext='''διαδοχή''': ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ἡ [[παράλειψις]], [[παραδοχή]], δ. [[νεώς]], ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. [[διαδέχομαι]] Ι. 2), Δημ. 1206. 10· καὶ [[ἑπομένως]], 2) διαδοχικὴ [[ἀντικατάστασις]], [[ἄλλος]] παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι, [[ἀλληλοδιαδόχως]], ἀλλήλους διαδεχόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313· - οὕτω, διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Θουκ. 2. 36· ἡ τῶν τέκνων δ. Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 2· - [[συχν]]. κατὰ δοτ. πληθ., ἀνάσσων διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν Εὐρ. Ἱκέτ. 406· διαδοχαῖς Ἐρινύων, διὰ διαδοχικῶν προσβολῶν τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 79· μακραῖς δ., διὰ μακρῶν γενεαλογιῶν, Ἡρῳδιαν. 1. 2· - οὕτω [[μετὰ]] προθ., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, ἀμοιβαίως, κατὰ σειράν, Λατ. vicissim, Δημ. 46. 1, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀγρ. 9, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἢ κατὰ διαδοχὴν Θουκ. 7. 27, 28· κατὰ διαδοχὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 12. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον [[ὄνομα]] ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ὁ ἀντικαθιστῶν τὴν φρουράν, τὸ στρατιωτικὸν [[σῶμα]] τὸ λαμβάνον τὴν θέσιν ἑτέρου, ἡ δ. τῇ [[πρόσθεν]] φυλακῇ ἔρχεται Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17, πρβλ. Δημ. 567. 18. 2) ἡ διαδοχὴ (δηλ. οἱ διάδοχοι), Λουκ. Νιγρ. 38· - αἱ Διαδοχαὶ ἦτο ἐπιγραφὴ ἔργου τινὸς τοῦ Σωτίωνος, ἐν ᾧ περιείχοντο οἱ διαδοχικοὶ ἀρχηγοὶ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, Ἀθήν. 162Ε, πρβλ. Διογ. Λ. προοίμ. 1., 2. 12, Πλούτ. 605Β.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir de la main de qqn ; action de succéder à, succession ; διαδοχαῖς Ἐρινύων EUR par les Érinyes qui (me) poursuivent alternativement ; διαδοχὴ [[τῶν]] ἐπιγιγνομένων THC succession des descendants ; κατὰ διαδοχὴν χρόνου THC <i>ou abs.</i> κατὰ διαδοχήν THC périodiquement ; <i>adv.</i> [[ἐκ]] διαδοχῆς ἀλλήλοις DÉM successivement les uns après les autres;<br />ἡ [[διαδοχή]] <i>au sens coll.</i> :<br /><b>1</b> la succession, les successeurs;<br /><b>2</b> ἡ διαδοχὴ [[τῇ]] [[πρόσθεν]] φυλακῇ XÉN garde montante.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδοχή Medium diacritics: διαδοχή Low diacritics: διαδοχή Capitals: ΔΙΑΔΟΧΗ
Transliteration A: diadochḗ Transliteration B: diadochē Transliteration C: diadochi Beta Code: diadoxh/

English (LSJ)

ἡ, (διαδέχομαι)

   A taking over from another, νεώς, of a trierarch, D.50.1.    2 succession, ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι by successions or reliefs, A.Ag.313; διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Th.2.36; ἡ τῶν τέκνων δ. Arist.Pol.1334b39: freq. in dat. pl., ἀνάσσειν διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν E.Supp.406; διαδοχαῖς Ἐρινύων (apparently) by successive attacks of the Furies, Id.IT79; γένους μακραῖς δ. by long pedigrees, Hdn.1.2.2: with Preps., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις in turns, D.4.21, cf. Antiph.8 (but, in succession, Arist.Ph. 228a28); κατὰ διαδοχὴν χρόνου or κατὰ δ., Th.7.27,28; κατὰ διαδοχάς Arist.Mu.398a33; τὰ κατὰ διαδοχὴν κληρονομηθέντα POxy.1201.7 (iii A. D.), cf. BGU907.13 (iii A. D.).    II concrete in military sense, relief, relay, ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται X.Cyr.1.4.17, cf. D.21.164: metaph., σελήνη ἡλίου δ. Secund.Sent.6.    2 the succession (i.e. successors), Luc.Nigr.38; ἡ περὶ τὸν Πλάτωνα δ. the school of Plato, S.E.M.7.190; Στωϊκή δ. Plu.2.605b; ἡ Ἐπικούρου δ. IG22.1009 (Epist. Plotinae); αἱ Διαδοχαί, title of work by Sotion on the Successions or successive heads of the Philosophic Schools, Ath.4.162e, cf. D.L.Prooem.1, 2.12.

German (Pape)

[Seite 577] ἡ, Uebernahme, z. B. νεώς, des Befehls über ein Schiff, Dem. 50, 1; Nachfolge, Abwechselung, Aesch. Ag. 304, von den λαμπαδηφόροι; vgl. διαδέχομαι; Eur. Suppl. 423 ἐνιαύσιαι ἐν μέρει δ. – Dah. τῶν ἐπιγιγνομένων, von den Nachkommen, Thuc. 2, 36; Arist.; Geschlechtsfolge, τοῦ γένους, Hdn. 1, 2, 3; Erbfolge, Pol. 6, 7, 6; – auch von den Schulen der Philosophen, Ath. IV, 162 e; Plut. exil. 14. – Ablösung, δ. τῇ φυλακῇ ἔρχεται Xen. Cyr. 1, 4, 17; – κατὰ διαδοχὴν χρόνου Thuc. 7, 28; ablösungsweise, 4, 8; κατὰ διαδοχάς, abwechselnd, Arist. mund. 6; ἐκ διαδοχῆς, Antiphan., bei B. A. 97 durch ἐν μέρει erkl.; dasselbe, ἀλλήλοις Dem. 4, 21; ποιεῖσθαι τὴν ἐργασίαν, Pol. 5, 100, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοχή: ἡ, (διαδέχομαι) ἡ παράλειψις, παραδοχή, δ. νεώς, ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. διαδέχομαι Ι. 2), Δημ. 1206. 10· καὶ ἑπομένως, 2) διαδοχικὴ ἀντικατάστασις, ἄλλος παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι, ἀλληλοδιαδόχως, ἀλλήλους διαδεχόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313· - οὕτω, διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Θουκ. 2. 36· ἡ τῶν τέκνων δ. Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 2· - συχν. κατὰ δοτ. πληθ., ἀνάσσων διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν Εὐρ. Ἱκέτ. 406· διαδοχαῖς Ἐρινύων, διὰ διαδοχικῶν προσβολῶν τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 79· μακραῖς δ., διὰ μακρῶν γενεαλογιῶν, Ἡρῳδιαν. 1. 2· - οὕτω μετὰ προθ., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, ἀμοιβαίως, κατὰ σειράν, Λατ. vicissim, Δημ. 46. 1, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀγρ. 9, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἢ κατὰ διαδοχὴν Θουκ. 7. 27, 28· κατὰ διαδοχὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 12. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον ὄνομα ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ὁ ἀντικαθιστῶν τὴν φρουράν, τὸ στρατιωτικὸν σῶμα τὸ λαμβάνον τὴν θέσιν ἑτέρου, ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17, πρβλ. Δημ. 567. 18. 2) ἡ διαδοχὴ (δηλ. οἱ διάδοχοι), Λουκ. Νιγρ. 38· - αἱ Διαδοχαὶ ἦτο ἐπιγραφὴ ἔργου τινὸς τοῦ Σωτίωνος, ἐν ᾧ περιείχοντο οἱ διαδοχικοὶ ἀρχηγοὶ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, Ἀθήν. 162Ε, πρβλ. Διογ. Λ. προοίμ. 1., 2. 12, Πλούτ. 605Β.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recevoir de la main de qqn ; action de succéder à, succession ; διαδοχαῖς Ἐρινύων EUR par les Érinyes qui (me) poursuivent alternativement ; διαδοχὴ τῶν ἐπιγιγνομένων THC succession des descendants ; κατὰ διαδοχὴν χρόνου THC ou abs. κατὰ διαδοχήν THC périodiquement ; adv. ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις DÉM successivement les uns après les autres;
διαδοχή au sens coll. :
1 la succession, les successeurs;
2 ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ XÉN garde montante.
Étymologie: διαδέχομαι.